Ο Μίκης, η «Ρωμιοσύνη» και το… άγιον ξύλο (που δεν βγήκε απ’ τον παράδεισο)


«Στη γιορτή των Φώτων στα 1966, κάποιο άγνωστο χέρι τοποθέτησε το χειρόγραφο του Ρίτσου πάνω στο αναλόγιο του πιάνου μου, στη Νέα Σμύρνη. Τη ‘Ρωμιοσύνη’ μου την είχαν φέρει στο σπίτι γυναίκες κρατουμένων πολλά χρόνια πριν. Είχαν περάσει πρώτα απ’ τον Ρίτσο, που διάλεξε ο ίδιος τα αποσπάσματα από τη ‘Δοκιμασία’ για να μου τα εμπιστευθεί. Όμως τα χειρόγραφα σκεπάστηκαν από άλλα. Χάθηκαν. Ξεχάστηκαν. Ωσπου εκείνη ακριβώς τη στιγμή κάποιο χέρι (χωρίς να ξέρει κανείς το πώς και το γιατί) τα ανέσυρε και τα ακούμπησε στο πιάνο.
Διαβάστε εδώ ολόκληρο το άρθρο

Γιάννης Ρίτσος: Ο ποιητής μάς βλέπει απ’ τον εξώστη (Του Γιώργη Γιατρομανωλάκη)

Μια ανέκδοτη ποιητική συλλογή, από τον Μάρτιο του 1985, με τίτλο «Υπερώον» τον επαναφέρει στην επικαιρότητα. Καθημερινά ψυχικά συμβάντα, μνήμες και θεάματα, ένα καβαφικό χρώμα…

Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο κάνοντας click ΕΔΩ

Μηδενίζοντας τον χρόνο – Το δεύτερο άρθρο του Δημήτρη Μαρωνίτη για το “Υπερώον”, στο Βήμα

Ισως αυτή είναι η πιο κρυφή φαντασίωση της ποίησης, πως μηδενίζει τον χρόνο, παρότι η ζωή μας ορίζεται και περιορίζεται από το μηδέν. Μηδενικός ο χρόνος όταν η γέννηση ανοίγει την αυλαία της, μηδενικός κι όταν ο θάνατος την κλείνει. Μ’ αυτήν εξάλλου τη μηδενική μεσολάβηση του χρόνου, φάνηκαν σημαδεμένα η αρχή και το τέλος της ζωής του Γιάννη Ρίτσου, όπου η γέννησή του συνέπεσε με το 1909 και ο θάνατός του με το 1990. Απλή αντιμεταχώρηση του μηδενός από την παραλήγουσα στη λήγουσα των δύο αριθμών. Μ’ αυτούς τους όρους επιχειρείται σήμερα, για δεύτερη φορά, η ανάβασή μου στο «Υπερώον» του Γιάννη Ρίτσου με τα εξήντα έξι σκαλοπάτια…
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο στο Βήμα Online

Έρη Ρίτσου: Ο πατέρας μου, ο Γιάννης Ρίτσος

Τι άνθρωπος ήταν ο πατέρας σας; Δώστε μου ένα περιστατικό με τον ίδιο πρωταγωνιστή.
Νομίζω πως το κυριότερο χαρακτηριστικό του ήταν η καλοσύνη του. Υπήρξε άνθρωπος εργατικός -αυτό φαίνεται άλλωστε και από τον όγκο δουλειάς που άφησε πίσω του- επίμονος, ανεκτικός, με απίστευτο χιούμορ, αισιόδοξος, αχόρταγος για τη ζωή και για όσες χαρές, μικρές ή μεγάλες, αυτή προσέφερε. Ήταν άνθρωπος καλλιτέχνης σε όλα. Η ματιά του, ματιά ζωγράφου, στεκόταν σε πράγματα που οι υπόλοιποι ίσως δεν δίναμε σημασία. Φυσικά αγαπούσε τα χρώματα, τα λουλούδια, τις πεταλούδες, τα ηλιοβασιλέματα. Αγαπούσε πολύ όχι μόνο τους ανθρώπους, τους κοντινούς του, τους φίλους, τους δικούς του, τους συναγωνιστές του, τους ανθρώπους της δουλειάς, του μόχθου αλλά και τα ζώα, ιδιαίτερα τις γάτες. Στο σπίτι βέβαια νοικοκυρά ήταν η μητέρα μου αλλά όσες φορές μαγείρευε ο ίδιος, έκανε εξαιρετικά φαγητά. Η εξορία τον είχε μάθει και πράγματα που δεν περιμένει κανείς να γνωρίζουν οι άντρες. Ήταν εκείνος -ας πούμε- που με έμαθε να ράβω…
Ολόκληρη η συνέντευξη της Έρης Ρίτσου στην εφημερίδα “Ο Φιλελεύθερος”