Σίμος Ανδρονίδης: Γιάννης Ρίτσος: ‘το γυμνό δέντρο’

«Ιδού, το τραπέζι όπου έγραφες τα επιούσια ποιήματα, – το τρύπησαν οι σφαίρες, το ‘φάγε ο ξυλοφάγος. Τις νύχτες, πολλές φορές ηχεί σαν φλάουτο, και, κάποτε, περασμένα μεσάνυχτα, έρχεται η θεία Ουρανία, αφήνει στο τραπέζι τη λευκή της τσάντα, τα λευκά της γάντια, τα πέντε της βραχιόλια και πλαγιάζει στο πλάι σου. Εσύ κάνεις πως κοιμάσαι, μα ίσως και να κοιμάσαι αλήθεια, -ποιος ξέρει»; (Γιάννης Ρίτσος, ‘Τραπέζι εργασίας’).

Αυτό είναι το παντοτινό εύρος της ποίησης του Γιάννη Ρίτσου. Εκεί που τα ίδια τα δάκρυα νοηματοδοτούν τις λέξεις, τις κατατεθειμένες στο χαρτί

Η ποιητική συλλογή του Γιάννη Ρίτσου ‘το γυμνό δέντρο’ αποτελεί το απόσταγμα της μακρόχρονης ποιητικής του πορείας στο χώρο και στον χρόνο. ‘Το γυμνό δέντρο’ είναι μικρό σε έκταση, αλλά πλούσιο σε «εγχάρακτες» αξίες που νοηματοδοτούν το εύρος της ποίησης και της ποιητικής πράξης του Γιάννη Ρίτσου. Πολλές φορές, ενυπάρχει η τάση, όχι της απόκρυψης, αλλά της βιαστικής «προσπέρασης» των μικρών ποιητικών ιστοριών του Γιάννη Ρίτσου. Κι όμως, η ποίηση του Ρίτσου είναι ένας ολόκληρος κόσμος φανερών συμβολισμών και «κρυμμένων» νοημάτων που μας καλεί να τον γνωρίσουμε και να τον κάνουμε κτήμα μας. Κι αυτό συμβαίνει ακριβώς διότι το μέτρο της ποίησης του είναι βαθιά ανθρώπινο, πρόδρομος δείκτης μίας πρωταρχικής ποιητικής συσσώρευσης που οδηγεί στην γνώση του οικουμενικού.

Η ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, «πέρασε» μέσα από τις συμπληγάδες του καιρού του, ανήγαγε την ποίηση σε μορφή θεατρικής πρόζας, διαμόρφωσε ένα νέο ήθος «άσκησης» της ποιητικής  πράξης, κινητοποίησε το σώμα και τον νου, εκεί όπου το σώμα «πάσχει» και ο νους δημιουργεί. Μέσα από μία μακρόχρονη πορεία, ο ποιητής φθάνει στο δικό του ‘γυμνό δέντρο’, για να εναποθέσει εκεί στοχασμούς και αναπολήσεις. Το δικό του ποιητικό παρόν έχει το βλέμμα του στραμμένο στο μέλλον.

«Ως εδώ. Ναι. Δεν έχει πιο πέρα. Δεν έχει. Το λεωφορείο της γραμμής κατεβάζει ξένους τουρίστες, ξένες αποσκευές, ξένους υπνόσακους. Δεν αναγνωρίζεις ούτε καν αυτή τη βαλίτσα που κάποτε περιείχε κάτι δικό σου – το γαλάζιο πουκάμισο που προτιμούσες ή τις φωτογραφίες νεανικών ερώτων. Τα βιβλία στα ράφια σου γυρίζουν την πλάτη. Σωρός τα κλειδιά στο τραπέζι κι ούτε που ξέρεις που ταιριάζει το καθένα κι ούτε σε νοιάζει. Και τούτο το μικρό αργυρό κλειδί; Α, ναι, θυμάμαι, είναι της κοσμηματοθήκης πού ‘πέσε πριν χρόνια στο πηγάδι κι είχε πολλά διαμάντια και ζαφείρια και σμαράγδια κι έναν Εσταυρωμένο ολόχρυσον με τρία ρουμπίνια. Αδειάσαν το πηγάδι. Ψάξαν. Τίποτα. Μονάχα πέτρες. Τα πήρε, λέει, κάτω απ’ τη γης η μικρή Περσεφόνη».

Βαδίζοντας προς το τέλος της ποιητικής του διαδρομής, ο Γιάννης Ρίτσος μας παρέδωσε αυτό το έξοχο ποιητικό απόσπασμα, που θαρρείς πως «ξεπήδησε» μέσα από τα μάτια του που παρατηρούσαν προσεχτικά τα πάντα, και την μικρότερη και φαινομενικά ασήμαντη λεπτομέρεια της ποίησης. Αυτός ο σπουδαίος τεχνίτης του λόγου και της ποιητικής πρόζας, αυτός ο ιδανικός και παντοτινός εραστής των διακεκομμένων λέξεων, παρατηρεί το διάβα της ζωής με περίσκεψη και προσοχή. «Το λεωφορείο της γραμμής» παίρνει τα πάντα μαζί του. Λόγια τρανταχτά, ορέξεις και πάθη, προσωπικές ιστορίες ανθρώπων που κάποτε διάβηκαν, δακρυσμένοι και ματωμένοι, την πυρίκαυστη λάβα της ζωής. Πλέον, η ίδια η ζωή, «κατεβάζει» στην επόμενη στάση τουρίστες, «διαμάντια» και «ζαφείρια». Όλα κατευθύνονται στη «χοάνη» της λήθης, της λήθης που δεν κινείται απλώς στον αντίποδα της μνήμης, αλλά «παράγει» το ήθος της μη συνειδητοποιημένης πράξης. Μονάχα «πέτρες» απέμειναν, λοιπόν, πέτρες «γυμνές» και ακανόνιστες, «πέτρες» που λειτουργούν ως σπαράγματα μίας άλλης εποχής που έρχεται να διασώσει, από το βιαστικό «λεωφορείο» της γραμμής, η ποίηση.

Η απαισιοδοξία του ποιητή (που εδώ συνδέεται με την φθορά του χρόνου και με το αναπόφευκτό βιολογικό γήρας) δεν είναι τμηματική και αποσπασματική. Αντιθέτως, από κάθε ποιητικό του «πόρο», εκφράζει την «βουβή» φωνή των ανθρώπων που έδωσαν τα πάντα, χωρίς να λάβουν τίποτα. Κι αυτή ακριβώς είναι η λεπτή γραμμή που συμφύει την ποίηση του Γιάννη Ρίτσου με το μεγάλο βάθος μιας πορείας που εκκινεί από τα μικρά (λεπτομέρειες του παρόντος χρόνου), και καταλήγει στα μεγάλα ιδανικά (κοινωνικοπολιτικοί αγώνες για έναν φωτεινό αύριο). Ο Γιάννης Ρίτσος είναι ο ποιητής της έκφανσης και της έκφρασης των δακρυσμένων και «μουσκεμένων» ονείρων. Δεν αναζητά την λύτρωση ως τελική πράξη, αλλά ως καθημερινό βίωμα. Η «μικρή Περσεφόνη» «έκρυψε» τις ζωές, όχι όμως και τις λέξεις που θα «ανασυστήσουν» και θα ανασυνθέσουν, βήμα-βήμα, την μεγάλη εικόνα. Η ποίηση ως πολιτική πράξη και πολιτικό παίγνιο είναι ακριβώς η ανασύνθεση της μεγάλης εικόνας.

«Εκείνα που δεν έλεγες ποτέ, ακριβώς εκείνα, έδιναν αίμα στα λόγια που έλεγες κι έμεναν στον αέρα μετέωρα, διφορούμενα, σαν ανεξήγητοι ήχοι νυχτερινής μελλοντικής μουσικής. Τώρα δεν έχεις τίποτα να πεις, αφού δεν έχεις τίποτα να κρύψεις. Η σιωπή σε κλείνει ολόσωμον έξω απ’ τα γεγονότα ν’ ακούς τις νεανικές μοτοσικλέτες κάτω στον παραθαλάσσιο δρόμο, ν’ ακούς και τα σφυρίγματα των πλοίων «Σάμαινα»,  « Ίκαρος», «Αιγαίο», που αρμενίζουν νυχτοήμερα σ’ εναλλασσόμενες μπουνάτσες και φουρτούνες με τελικό τους προορισμό το μέγα, σκοτεινό Αγκυροβολείο».

Τι μπορείς να προσθέσεις την στιγμή που ο ποιητής δημιουργεί ένα ποιητικό πράττειν, που, την ίδια στιγμή, «χαράσσεται» στο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι; Και μάλιστα, μέσω της ίδιας της «μηχανικής» της σιωπής; «Τώρα δεν έχεις τίποτα να πεις, αφού δεν έχεις τίποτα να κρύψεις». Έτσι, το σώμα μένει «γυμνό», «άφωνο», λέγοντας με θαρρείς «αυτοματοποιημένες» κινήσεις όσα δεν μπορούν να πουν οι λέξεις, οι ατάκτως ερριμμένες. Ίσως θα ήταν ερευνητικά κοινότοπο να ειπωθεί ότι ο ποιητής διαβλέπει απλώς το φυσικό τέλος, το τέλος της ζωής και των πραγμάτων. Αν αντιστρέψουμε την φυσική διαδικασία των πραγμάτων, μπορούμε να αναφέρουμε πως ο Γιάννης Ρίτσος διαβλέπει την αρχή μίας πορείας που «εμβαπτίζεται» στα νάματα της καθάριας σιωπής των πραγμάτων. Όλα είναι εδώ, ανοιχτά, κατατεθειμένα. «Γυμνά» Σώματα, σιωπές και λέξεις, λέξεις που δεν περιέχουν την σιωπή, αντιθέτως, είναι αυτή η καλοκαιρινή σιωπή της θάλασσας και των πλοίων που «περιέχουν» τις ανθρώπινες λέξεις. Το τέλος του θανάτου, παραχωρεί την θέση του στην έστω και βραχύβια, ποιητική σιωπή. Κι ο Γιάννης Ρίτσος, μαθήτευσε κατεξοχήν στο είδος της δημιουργίας ποίησης μέσω της διακεκομμένης ανάσας και της σιωπής. Η δική του σιωπή μπροστά στον επελαύνοντα πολιτικό «καιρό» δεν νοείται ως παραίτηση και αδράνεια.

Η δική του, ολόδικη του σιωπή, υπερβαίνει τα δεσμά της εγκαρτέρησης, μετασχηματιζόμενη σε πολιτική πράξη και απάντηση. Κι ας μην ξεχνάμε ότι η ποίηση είναι μία κατεξοχήν πολιτική διαδικασία, μία διαδικασία ανασυγκρότησης του πολιτικού παιγνίου. Η ίδια η λογοτεχνία είναι μία μορφή πολιτικής επιστήμης, ήτοι μία μορφή ερμηνείας και ανάλυσης του πολιτικού κόσμου δια του οράματος, της μυθιστορηματικής πλοκής, της σύνθεσης και της δράσης χαρακτήρων. Ο Γιάννης Ρίτσος γνώριζε πολύ καλά ποιος είναι ο καθημερινός προορισμός της ποίησης, της ποίησης ως πολιτικής πράξης.

«Οι ελιές εβάρυναν απ’ τον πολύ καρπό, τ’ αμπέλια δέσαν, οι γυναίκες γκαστρώνονται ακόμα, τ΄αγόρια κολυμπάνε, ο κυρ Μιχάλης αγόρασε καινούργια βάρκα, άσπρη με κόκκινη διπλή λουρίδα. Τα βράδια βγαίνουνε τα γρι γρι για ψάρεμα, τρέμουν τα φώτα από μιαν ήσυχη συγκίνηση, σα να μην έχει αλλάξει τίποτα τίποτα σ’ αυτόν τον κόσμο. Μόνοι εκείνοι που χρόνια περιπλανήθηκαν, που πέρασαν πολλές Συμπληγάδες, έχοντας πάντα κρεμασμένο στο λαιμό τους το χωματένιο φυλαχτό της πατρίδας, αυτοί, χτες βράδυ, μας φέραν κάτι νέο κι αιώνιο. Αλλά, την άλλη μέρα, πήγε να χτενιστεί η Ελένη στον μεγάλο καθρέφτη, κι ο καθρέφτης είχε πολύ γεράσει και τα μαλλιά της είχαν πέσει».

Ο Γιάννης Ρίτσος «εκμαιεύει» το αιώνιο, το άπειρο και το άφθαρτο, μέσα από την ίδια την επίπονο διαδικασία της βιωμένης ζωής. Ο Γιάννης Ρίτσος είναι ο κατεξοχήν ποιητής του βίου που αξίζει να βιωθεί ως όλον, πέρα και πάνω από τις «πολλές Συμπληγάδες». Ο ποιητής του παντοτινού «καιρού», μας έμαθε τι σημαίνει η «ποίηση» σε δύσκολους καιρούς, η ποίηση που δεν είναι εύκολη, «βιαστική», απλή και «ευθύγραμμη» αλλά πολύπλοκη και περίπλοκη. Ο αναγνώστης είναι υποχρεωμένος να κοιτάξει πίσω από την επιφανειακή όψη των πραγμάτων. Γιατί αυτό είναι η ποίηση: η διαλεκτική σύνθεση της αντιφατικότητας και της πολυπλοκότητας των πραγμάτων, που, την ίδια στιγμή, εστιάζει στην βαθύτερη όψη του γίγνεσθαι. Το ‘γυμνό δέντρο’ είναι η «γυμνή» ζωή, η ζωή χωρίς περιττά φτιασίδια,  εκεί όπου αρκούν λίγες ανάσες για να λάβει «σάρκα και οστά» και για να προχωρήσει η ποίηση.

Ο Γιάννης Ρίτσος επικοινωνεί οργανικά με τους μεγάλους ποιητές του καιρού του. Η δική του ποιητική προσταγή τον συνδέει άμεσα με τον σπουδαίο Χιλιανό ποιητή Pablo Neruda. Κι ο Ρίτσος έκανε πράξη και ποίηση τα λόγια του Neruda: «Κάποιος που με περίμενε ανάμεσα στα βιολιά, βρήκε έναν κόσμο σα θαμμένο πύργο με μπηγμένη τη σπείρα του κάτω απ’ όλα τα μουντά θειαφόχρωμα φύλλα. Πιο κάτω, μες στο χρυσάφι της γεωλογίας, σα σπαθί τυλιγμένο σε μετέωρα βύθισα το ανήσυχο και τρυφερό χέρι στο πιο γεννητικό απ’ τα γήινα. Έβαλα το μέτωπο ανάμεσα στα βαθιά κύματα, κατέβηκα σα σταγόνα μέσα στη θειαφένια ειρήνη και, σα τυφλός, γύρισα στο γιασεμί της φθαρμένης ανθρώπινης άνοιξης».

1. Βλ. σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Άχρηστα κλειδιά’ (‘Το γυμνό δέντρο’), ‘Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα’, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1991, σελ. 99-100.

2. Βλ. σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Της σιωπής…ό.π, σελ. 103.

3. Βλ. σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Μικρό χρονικό…ό.π, σελ. 107-108.

4. Βλ. σχετικά, Neruda Pablo, ‘Υψώματα του Μάτσου Πίτσου’, Canto General, Μετάφραση: Στρατηγοπούλου Δανάη, Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα, 1974, σελ. 55-56.

Γιάννης Γούτης
Δημοσιογράφος - Κειμενογράφος