Σοφία Κουμαριανού:
Η ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΡΙΤΣΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ

Ο Ρίτσος υπήρξε ένας πολυγραφότατος άνθρωπος, ποιητής, εν γένει δημιουργός. Το μεγαλείο του αποτελεί κολοσσό και φάρο, πηγή διαφωνιών, θαυμασμού, αφορισμού και ποικιλόμορφων αντιδράσεων.
Το έργο του είτε καταδικάζεται είτε υμνείται, γεννά μεταξύ άλλων ανεξάντλητων μελετών και μία ακόμη σύγχρονη απορία: Εξακολουθεί ο μεγάλος ποιητής της Ρωμιοσύνης μάς να είναι ακόμη εν έτη 2018 διαχρονικός; Η Κόρη, η Μάνα, το Κορίτσι, ο Γιος, ο Στρατιώτης, το Κορίτσι, το Αγόρι, ο Εκτελεστής και ο Εκτελεσμένος, βρίσκουν αντανάκλαση στους σύγχρονους τύπους ανθρώπων της κοινωνίας μας – ελληνικής ή Ενωμένης εάν θέλετε Ευρωπαϊκής;

Επιλεγμένα σωστά ή όχι, αυτό έγκειται στην κριτική σκέψη του καθενός από εμάς, κείμενα του μεγάλου Ανθρωπιστή Ρίτσου, διδαχθήκαμε λίγο πολύ όλοι μας στο σχολείο. Το ερώτημα όμως τούτων εδώ των απλοϊκών σκέψεων είναι: σε μια απλή μας απογευματινή βόλτα, σε μια απλή μας μέρα στην δουλειά ή απλά σε μία απλή καθημερινή ενημέρωση μας μπροστά στην οποιασδήποτε μορφής οθόνη, ποιοί και με ποιόν τρόπο χαρακτήρες και στίχοι μας συνδέουν και συνδέονται με τον Ρίτσο;
Υποκινητής παντοτινός, υποστηρικτής φλογερός της ελευθερίας και των συγγενικών εννοιών αυτής όπως ελευθεροστομία και κριτική σκέψη πλάθει φιγούρες απλών καθημερινών ανθρώπων, αγωνιστών και βιοπαλαιστών ‘Κυράδων των Αμπελιών’ και ‘Γιων σπλάχνο των σπλάχνων της Μάνας, καρδούλα της καρδιάς’ της Μάνας-Μήτρας, με γεύση και άρωμα Πρωτομαγιάτικου ξεσηκωμού και εργατικής δυναμικότητας.
Ο Ρίτσος σήμερα βρίσκεται παντού στην σύγχρονη καθημερινότητά μας. Ο Θεοδωράκης έφερε με την μουσική του την ποίηση του Ρίτσου στα χείλη όλου του λαού. Ο Μπιθικώτσης γλίστρησε στα σπίτια των Ελλήνων με αμάξι την μουσική του Μεγάλου Μίκη και αφορμή την ποίηση του Ρίτσου.
Σήμερα, οι παλιοί θυμούνται και τραγουδούν και οι νέοι μαθαίνουν ακούγοντας! Και να ένα ακόμα μεγαλείο που ξετυλίγεται μπροστά μας: η ποίηση του Ρίτσου μεταφέρεται από στόμα σε στόμα, απομνημονεύεται, χωρίς να διαβαστεί, αντηχεί παντού και ντύνει μουσικά και αγωνιστικά κάθε κοινωνική εκδήλωση από το εορτασμό της Πρωτομαγιάς έως το συλλαλητήριο του δεύτερου μήνα του 2018 που κατέβασε στους δρόμους για το ζήτημα της ονομασίας της Μακεδονίας ένα πολύ μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού.
Πέρα όμως από την διαχρονικότητα και την επικαιρότητα του έργου του Ρίτσου σε κάθετι αγωνιστικό, λαϊκό, εργατικό, προσωπικά αντιλαμβάνομαι πως διάφορα άλλα γεγονότα της καθημερινότητάς μας τον καθιστούν πιο επίκαιρο από ποτέ.
Δεν ξέρω αν είναι υποκειμενικό και συνδεδεμένο με την αγάπη και τον θαυμασμό που τρέφω για το έργο του, αλλά θεωρώ αδιανόητο παρακολουθώντας την ζοφερή πραγματικότητα που θέλει νεκρά παιδιά -δεν εξετάζω τον λόγο και τα αίτια του θανάτου τους, εμμένω στο γεγονός πως είναι νεκρά- να μην μας τριβελίζουν το μυαλό οι στίχοι του. Θεωρώ αδιανόητο να μην ξυπνά η συνείδηση και να μην πονάει η λογική, να μην αφυπνίζεται η συνείδηση ντυμένη με τους στίχους ”όποιος γλυτώνει από ένα δάκρυ έναν άνθρωπο, υψώνει ένα μέτρο το μπόι της ανθρωπότητας”.
‘Άφησέ με να έρθω μαζί σου’ εκλιπαρεί η μοναχική γυναικεία φιγούρα της Σονάτας και μας κάνει να απορούμε για τον ίδιο μας τον εαυτό.. Αντέχουμε άραγε την μοναξιά μας; …Αντέχει ο περίγυρος μας την δική του; Περιστοιχισμένοι από την πραγματικότητά μας, ο καθένας από τη δική του, είμαστε άραγε μόνοι μας μέσα στο πλήθος, και μήπως χρειαζόμαστε κάποιοι από εμάς να χρησιμοποιήσουμε το ‘καλό το φεγγάρι για να μην φαίνεται που ασπρίσαν τα μαλλιά μας’?
Η ποίηση του Ρίτσου από την πρώτη κιόλας στιγμή που συλλήφθηκε και αποτυπώθηκε στο χαρτί ο πρώτος στίχος, αποτέλεσε αναμφίβολα ένα παιχνίδι έκφρασης ιδεών και ιδεωδών, πεποιθήσεων και πιστεύω μεταξύ προσωπικού και κοινωνικοσυλλογικού προβληματισμού.
Η μοναξιά του ανθρώπου έγινε πολλές φορές μοναξιά συλλογική όπως και η δυστυχία η προσωπική έγινε αφορμή για να καταδικαστεί η μισαλλοδοξία, η αδικία, η εκμετάλλευση του αδυνάτου από τον δυνατό αλλά και του φτωχού από τον πλούσιο, μιας και το φαινόμενο αυτό χαρακτηρίζει τον άνθρωπο.
Η Μάνα θρηνεί τον αδικοχαμένο γιόκα της στον Επιτάφιο ”Γιέ μου σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου, πουλάκι της φτωχιάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου”, φωνάζει και συνοδεύει το κλάμα και τον θρήνο μιας σύγχρονης Μάνας που πρωταγωνιστεί στις ειδήσεις και στα βίντεο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης που θρηνεί σε γλώσσες που δεν καταλαβαίνουμε- αλλά δεν χρειάζεται κιόλας. Ο θρήνος είναι θρήνος ακόμα και αν τα λόγια του είναι ακαταλαβίστικα, σκεφτόμαστε και η σύγχρονη Μάνα κρατάει πάντα το νεκρό παιδί της ενστικτωδώς σε στάση θηλασμού, κάπου στην Γούτα, κάπου στα νερά μέσα σε μία λαθραία βάρκα που βουλιάζει.
Πολλά μπορούν ακόμα να ειπωθούν. Χιλιάδες λέξεις μπορούν ακόμα να γραφτούν. Ευσύνοπτα όμως ας ειπωθεί το ύστατο: και κάπως έτσι ο Προλετάριος της Τέχνης, ο ποιητής μας Γιάννης Ρίτσος, ένας εργάτης που γράφει, γράφει ακατάπαυστα για όλους και για όλα, με το σύντομο κι ευκολοπρόφερτο όνομά του, ομολογεί ο ίδιος την διαχρονικότητα του. Λογοτεχικά, κοινωνικά, γενικά.

Γιάννης Γούτης
Δημοσιογράφος - Κειμενογράφος