Ίδρυμα Ανδρέα Δ. Καψάλη, Αίγινα. Μία αφιερωματική βραδιά στον ποιητή Γιάννη Ρίτσο. Σάββατο, 06 Αύγουστος 2016

Μία ακόμη ποιοτική, θεματική εκδήλωση, παρουσίασε στο ανοιχτό αμφιθέατρο του ιδρύματος το Ίδρυμα Ανδρέα Καψάλη και ο Σύλλογος Φίλων, αφιερωμένη στον ποιητή Γιάννη Ρίτσο.
Ακολουθήστε το link

Σίμος Ανδρονίδης: Το “Αρχαίο Φρούριο” του Γιάννη Ρίτσου

thita«Ω, βαθιά διαλλακτικότητα, ευρυχωρία γεροντική, κι η
ευπρόσδεκτη αυτή αβεβαιότητα του απέραντου» (Γιάννης
Ρίτσος, ‘Αρχαίο Φρούριο’).

Η μικρή ποιητική συλλογή του Γιάννη Ρίτσου με τίτλο ‘Αρχαίο
Φρούριο’ αποτελεί έναν δείκτη προς την κατεύθυνση του ορίου
και ταυτόχρονα της «οριακής» πράξης, ποιητικής και μη, της
πράξης που φέρει και προτάσσει το μείζον: την ευθύνη απέναντι στον εαυτό και στους άλλους, την «ευθύνη» του: «ονειρεύομαι, είμαι, θα είμαι».1

Με αυτόν τον τρόπο τελειώνει το ποίημα. «Ονειρεύομαι, είμαι
και είμαι». Το όνειρο ως πιστοποίηση του μη- παραδεδεγμένου
ρητά, ως πιστοποίηση της διαρκούς μη-συμβατικότητας, το
«είμαι» του χρόνου, το «θα είμαι» ως απεύθυνση στο χρόνο, ως
ρηγμάτωση της επιφάνειας, ήτοι της ‘αντικειμενικής’
πραγματικότητας και ως ταυτόχρονη εμβάθυνση στο ποιητικό
προτσές.

Ο ποιητής οργανώνει τον ατομικό χρόνο διαμέσου της ποίησης,
«θρυμματίζει» τον συλλογικό χρόνο των υπάρξεων για να τον
αποδώσει πάλι ως σημείο μνημειακής αναφοράς, χρόνο εντός
ποίησης, αντανάκλαση πολλών ζωών μαζί. «Είμαι, θα είμαι».

Πραγματικά, σε αυτό το σημείο επιτελείται η εμβάθυνση στην
ποίηση, η συμπύκνωση, η ‘ποιοτική’ της κορύφωση ως τομή
μεταξύ φθαρτού και άφθαρτου, μεταξύ αυτού που υπάρχει και
αυτού (υποκειμένου) που «συλλαμβάνει» άγνωστες
δυνατότητες- γραπτής και σωματικής εκφοράς.

Όλη η ζωή του Γιάννη Ρίτσου είναι μία «καταβύθιση» στο πεδίο
της ποίησης, στο «είμαι» των αναφορών και των πολλαπλών
κατευθύνσεων και στο «θα είμαι» του χάσματος, της «άρσης»
του χρόνου, στο «θα είμαι» σαν «προϊόν» συνύφανσης σκοπού
και ποίησης.

«Ασάλευτοι, πάνω σ’ αυτή την πέτρα, πριν από πόσα χρόνια,
μετά από πόσα χρόνια,- και τα φτερά πετρωμένα. Το χαμομήλι
ξύνει με τα μικρά του νύχια το μεγάλο βράχο, το πατάς κι
ευωδιάζει·- είναι άνοιξη, λέει·- ένα μικρό ρολόι όλο ωροδείχτες·
κι οι δείχτες στραμμένοι κύκλο κύκλο σ’ όλες τις ώρες».2

Ο Γιάννης Ρίτσος αναπαριστά ένα περιβάλλον όπου όλα
κινούνται και μένουν ακίνητα. Είναι ο κύκλος των επιθυμιών που
αλλάζουν, μεταβάλλονται, «αναπαράγονται» μέσα σε έναν
κύκλο, μέσα σε μία «πληθώρα» ταυτοτήτων και εγκλήσεων. Και
είναι σε αυτό ακριβώς το σημείο που ο ποιητής επιτελεί το έργο
του: ότι μένει, αξίζει να ειπωθεί, το σώμα που «οικειοποιείται»
ρόλους, «οι δείχτες στραμμένοι κύκλο κύκλο σ’ όλες τις ώρες»,
στο χρόνο που περιλαμβάνει όλη την «χροιά» των πράξεων.

Οι ρόλοι αντιστρέφονται: ο ποιητής γίνεται, «είναι» ο βράχος, το
διαρκές σημείο αναφοράς, οι λέξεις «είναι» το «χαμομήλι» που
«το πατάς κι ευωδιάζει», και που «ματώνει», που «δημιουργεί»
τομές και «τραύματα». Το ‘Αρχαίο Φρούριο’ συνιστά ένα σημείο
έγκλησης και άρθρωσης της «καθαρότητας» λόγου και
νοημάτων, το «είμαι» του σωματικού πόνου, και το «θα είμαι»
της αποκρυστάλλωσης στο χρόνο ως «περιοδικό» σώμα και ως
ποίηση που ρηγματώνει την έννοια του χρόνου ως σταθερά.

«Λοιπόν, όπως λέγαμε, αυτός ο προαιώνιος φόβος- όχι καθόλου
του θανάτου- ο φόβος της καινούργιας γέννησης. Ο υδραυλικός ο
Βαγγέλης σκαρφάλωσε στη μυγδαλιά κι έκοψε ένα κλωνάρι
κατάφορτο με φρέσκα μύγδαλα· το’ δώσε στη Μαρία. Η Αλκμήνη
ανέβαινε ακόμη με κόπο τον ανήφορο χτυπώντας τα ψηλά
τακούνια της σα δεκανίκια ευγενικού ανάπηρου,-κι ούτε που
‘κρύβε την ένδοξη της αναπηρία. Τι ανάλαφρα, τι σίγουρα- είπε-
που σκαρφαλώνουμε στις μυγδαλιές· πως πετούν πέτρες μακριά,
μακριά, πέρα απ’ τα τείχη· – μήτε που ακουγόταν κρότος στο
μεγάλο κατήφορο κάτου· τίποτα δεν ακουγόταν».3

Τι επιφυλάσσει, τι δύναται να επιφυλάσσει «ο φόβος της
καινούργιας γέννησης»; Το άγνωστο και το μη-γραμμικό, το
αβέβαιο που δεν κατηγοριοποιείται-κατατάσσεται,4 εμφιλοχωρεί
στο πεδίο της ιστορίας. Κινούμενος μεταξύ δυναμικής των
πραγμάτων και δυναμικής της ποίησης, ο Γιάννης Ρίτσος
«αναπαράγει» τις πτυχές του άγνωστου (ως συναισθηματικό
φόβο-πληγή αλλά και ως δυνατότητα αλλαγής), προσδιορίζει το
όλο ποιητικό έργο ως σταθμό επαφής επάλληλων, όμοιων και
ανόμοιων προσωπικοτήτων, ως αναφορά-μεταίχμιο μεταξύ
κοινωνικής ζωής και ατομικού θανάτου.

Διότι το ‘Αρχαίο Φρούριο’ είναι το σημείο αναφοράς-
συσπείρωσης, που με έναν εξόχως ποιητικό τρόπο, μεταβάλλει
πρόσωπα και πράγματα, που δεικνύει το «είμαι» για να
προσεγγίζει το «θα είμαι».

Κι αυτή η προσέγγιση δεν μπορεί παρά να συμβεί ολικά, με
σώματα που «ενσαρκώνουν» και ποθούν, («το πιο έρημο
πράγμα του κόσμου είναι το σώμα», αναφέρει στις ‘Προσωπίδες’
του), με μία ποίηση που κοινωνικοποιείται διαρκώς, που
«συγκροτείται» πάνω στο υπόβαθρο της κοινωνικής δομής. Που
ακόμη και η «κρίση» της δε στερείται εννοιολογικών σημάνσεων.
«Τίποτα δεν ακουγόταν», αναφέρει ο ποιητής. Στο ‘Αρχαίο
Φρούριο’ που δίδει νοήματα. Το ‘Αρχαίο Φρούριο’ είναι η
στιγμή, η ίδια η «σύλληψη» της ιστορίας της ποίησης.

Κι έρχεται η ποίηση του Νίκου Καρούζου να «αρθρώσει» τη φωνή
ή τις φωνές, να λειτουργήσει ως «εικόνα» μιας τέχνης, που ως
τέτοια παροτρύνει: «Η λάμψη υπόκειται στην επιστήμη –
βεβαίως- μα ό,τι φωτίζει είν’ αδιαίρετο. Περίπου τραγωδία; Ίσως
οι αμνοί να είναι ανυπόφοροι και ο Ευριπίδης να φτύνει
λυκόφωτα εκτός των στίχων έξω από κάθε θεατρική παράσταση
μνημονεύοντας εαρινό σαξόφωνο ματωμένες Βάκχες- οπώρες
που μηδενίζουν έρωτες».5 Στο ‘Αρχαίο Φρούριο’ η φωνή του
ποιητή αποκτά διάρκεια, αξία, μνήμη.

1 Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Αρχαίο Φρούριο’, Εκδόσεις Κέδρος,
Αθήνα, 1989, σελ. 314,
2 Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Αρχαίο Φρούριο…ό.π, σελ. 311.
3 Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Αρχαίο Φρούριο…ό.π, σελ. 312.
4 «Ω, βαθιά διαλλακτικότητα, ευρυχωρία γεροντική, κι η ευπρόσδεκτη
αυτή αβεβαιότητα του απέραντου», αναφέρει ο Γιάννης Ρίτσος λίγο πριν
το τέλος του ποιήματος. Η ποίηση που δύναται να λειτουργήσει ως δι-
ιστορικό πεδίο εκβολής από τον γραπτό κανόνα, «γινόμενη σημασία»,
επεξήγηση, διεύρυνση του «εδάφους» για πραγματική επικοινωνία ποιητή
και υποκειμένων, «απέραντο» (κοινωνικό) μαζί.
5 Βλέπε σχετικά, Καρούζος Νίκος, ‘Θρίαμβος Χρόνου’, Επίμετρο:
Λαλουδάκη Βασιλική, Εκδόσεις Απόπειρα, Αθήνα, 1997, σελ. 25.

“Άγιος Ρίτσος” του Οζντεμίρ Ιντσέ, εκδόσεις VEYAYINEVI, 2016

agiosΚυκλοφόρησε πρόσφατα το βιβλίο του Τούρκου ποιητή και μεταφραστή του Ρίτσου, Οζντεμίρ Ιντσέ με τίτλο “Άγιος Ρίτσος” από τις εκδόσεις VEYAYINEVI, 2016.
Το βιβλίο περιλαμβάνει άρθρα για τον Ρίτσο, συνεντεύξεις, μια μεγάλη συνέντευξη που είχε δώσει στον Οζντεμίρ Ιντσέ, ποιήματα του Ιντσέ αφιερωμένα στον Ρίτσο, μεταξύ των οποίων και η συλλογή “Δώδεκα ποιήματα για τον Γιάννη Ρίτσο” (ακριβώς όπως ο Ρίτσος είχε γράψει “Δώδεκα ποιήματα για τον Καβάφη” ) καθώς και φωτογραφίες από τις συναντήσεις τους,..

Οι “Επαναλήψεις” στα Καταλάνικα, σε μετάφραση και πρόλογο Eysebi Ayensa

repeticionsΗ συλλογή του Γιάννη Ρίτσου “Επαναλήψεις” κυκλοφόρησε μόλις στα καταλάνικα, σε μετάφραση Eusebi Ayensa (ήταν μέχρι πρότινος διευθυντής του Ινστιτούτο Θερβάντες στην Αθήνα) και με δικό του πρόλογο και σημειώσεις, από τις εκδόσεις Edicios de la ela germinada.

“Η Ελένη” στα Γαλλικά, σε μετάφραση και πρόλογο Anne Personaz

helene Κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό στη Γαλλία ο δραματικός μονόλογος του Γιάννη Ρίτσου “Η Ελένη” που μεταφράστηκε εξαιρετικά στα γαλλικά από την Anne Personaz με δικό της πρόλογο σε δίγλωσση έκδοση από τις εκδόσεις Eros Onyx Editions, 2016

Σίμος Ανδρονίδης: Οι ‘Προσωπίδες’ του Γιάννη Ρίτσου

«Τα ενενήντα μαχαίρια (ίσως πολύ περισσότερα) τοποθετημένα με
ακρίβεια στο κρεβάτι, ολόγυρα στο σώμα του (οι αιχμές προς τα μέσα)
φτιάχνοντας το περίγραμμα του σώματος του. Εκεί, στο στενό κοίλωμα,
μόνος, πλαγιασμένος, κάνοντας έρωτα, μόνος, δαγκώνοντας ασάλευτος
τη σάρκα της σιωπής του» (‘Γεροντική νεότητα’).

Διαβάζοντας την ποιητική συλλογή του Γιάννη Ρίτσου με τίτλο ‘Προσωπίδες’ ο
αναγνώστης αντιλαμβάνεται το τι σημαίνει ή το τι μπορεί να σημαίνει η ποίηση.
Ποίηση έτσι όπως την εννοούσε και την προσδιόριζε ο Γιάννης Ρίτσος: ποίηση του
καιρού, μίας εποχής, διιστορικό «υποκείμενο» συμπύκνωσης των ιδιοτήτων του λόγου:
άλλοτε ως «κρυμμένη» και βιωμένη απελπισία, άλλοτε ως συνήχηση αβεβαιοτήτων,
άλλοτε ως «μαζικοποίηση» του ονείρου-ουτοπίας, η ποίηση ως λόγος και ο λόγος ως
ποίηση εγκολπώνονται ότι «χωρά» μέσα στην μακροϊστορία: τις μικροϊστορικές
αφηγήσεις που συνιστούν τον ‘κοινό τόπο’.

Οι ‘Προσωπίδες’ του Μονεμβασιώτη ποιητή, τέμνουν τον χρόνο του τώρα και τον
χρόνο του τότε, συναρθρώνουν το πλαίσιο της απόκλισης και της συνέχειας,
‘εδαφικοποιούν’ το συμβάν μίας διαρκούς, ερωτικής σχεδόν, σιωπής, καθιστούν τις
στιγμές μετέωρες μεταξύ εσωτερίκευσης και εξωτερίκευσης, μεταξύ ενός ιδιότυπου
μονόλογου και μίας απεύθυνσης στο όλον.

«Μ’ όλη την πανουργία του απελπισμένου συνεχίζει να μιλάει μεταβιβάζοντας σε
τρίτους λόγια του, σιωπές του, τη σιωπή μας, αυτός, εσύ ή εγώ, – τι διαδικασία·
διαλύει, ξαναφτιάχνει, βάφει με χρώματα άλλα την ίδια προσωπίδα από κοινό χαρτόνι
με προσοχή κολλημένο, εφαρμοσμένο πάνω στην άλλη απαραβίαστη, χρυσή
προσωπίδα· – τα ρουθούνια, τα χείλη, τα μάτια κατάκλειστα σε αμφίβολην υπεροψία.
Πότε πότε μ’ ένα σφυρί και μ’ ένα από τα τρία καρφιά του ανοίγει οπές στα μάτια, στα
ρουθούνια, στο στόμα, να δει αν τον βλέπουν, ν΄ανασάνει, να μιλήσει. Τι ήσυχα που
ρέει μεσ’ απ’ αυτές τις οπές το καθάριο μου αίμα».1

Εδώ, η κανονικότητα διακόπτεται. Η ιστορία προχωρεί, «ρέει» όχι αβίαστα, αλλά με τις
ρηγματώσεις που προσδιορίζουν μία στάση, μία ποιητική εκφορά. Οι πολλές
προσωπίδες, παραπέμπουν σε πολλαπλές αφηγήσεις, σε πολλαπλές πτυχώσεις της
μίας και μοναδικής ή πολλών διαφορετικών ιστοριών, που, δεν συνιστούν το
οικουμενικό, αλλά το που ακριβώς τίθενται τα όρια. Στη ζωή; Στο «σώμα» της ποίησης;
Ο Γιάννης Ρίτσος, «παίζει» με τις διαστάσεις που υποκρύπτονται μέσα στο ίδιο το
σώμα, του προσδίδει χαρακτηριστικά διαρκούς κινησιολογίας, μέσα από το οποίο (και
από διάφορα σημεία) αναβλύζει το αίμα.

‘’Ein Ratsel ist Reinentspugenes’, ‘αίνιγμα είναι ό,τι καθάριο αναβλύζει’, γράφει ο
Γερμανός ποιητής Χαίλντερλιν. Αίνιγμα και εισδοχή των πολλών στην ιστορία, στο
χρόνο, αίνιγμα και καταυγασμός μαζί. Και στην ‘ηθοποιία’, στην υποκριτική και στο
παίξιμο, στις ‘Προσωπίδες’, αναβλύζει μία ποίηση σε στενή συνάφεια με τις απολήξεις
του καιρού και τη φθορά των πραγμάτων και της «ύλης».

‘Αίνιγμα είναι ό,τι καθάριο αναβλύζει’, όταν το ίδιο το σώμα δεν φέρει εντός του τη
βέβαιη απάντηση αλλά τη συνάφεια-συσχέτιση με την ουσία των πραγμάτων, με την
υποστασιοποίηση του ‘είναι’. Και ότι το συνδέει με το αίμα, πέρα και πάνω από
βιολογικούς όρους, είναι η ανάγκη συγκρότησης μίας μνήμης που δε θέλει να ξεχάσει,
να υποκριθεί, να αφεθεί μόνο σε έναν ατέρμονο κύκλο συμβάντων. Κάτω από την
προσωπίδα ή τις προσωπίδες αναβλύζει το αίμα, αναβλύζει μία ιστορία που θαρρείς
συντίθεται από το αίμα, από τις παρεμβάσεις των σωμάτων.

‘Οι Προσωπίδες’ προσλαμβάνουν, ενσωματώνουν την αστάθεια, την κίνηση, εκείνο το
τράνταγμα που θέλει να μιλήσει και να δημιουργήσει πίσω, μπροστά και μαζί με τη
μάσκα. Ποια είναι τα όρια; Θα μπορούσε να αναρωτηθεί ο ποιητής. Τα όρια τίθενται
από τον ‘άλλον’, από τον αναγνώστη, που με το «καθάριο του αίμα» γίνεται
«ετερόγλωσσος» μέσα στον «ωκεανό» της κοινής γλώσσας, αντισυμβατικός,
επικίνδυνα σαρκικός.

«Πίσω απ’ τα παράθυρα, το ακατοίκητο σπίτι· πίσω απ’ το σπίτι, το καστανό και το
γαλάζιο βουνό· πίσω απ’ το βουνό, ο ουρανός. Μπροστά στη μάντρα τσουκνίδες,
πηγμένο κενό κι ένα τριαντάφυλλο·- κοίταξε γύρω του, έσκυψε, το μύρισε. Κόκκινο
μύρο, σφαγμένε πετεινέ προδοτικέ, σφαγμένη επιθυμία, μετάνοια πριν απ’ την πράξη,
λιπόσαρκη δόξα- στο πρόσωπο της η κίτρινη σκισμένη κουρτίνα».2

Η μοίρα του ατελεύτητου, της αλυσιτελούς πράξης, του μη τελειωμένου, όχι όμως και
ματαιωμένου οριστικά από τον καταναγκασμό των προτεραιοτήτων. Σαν επιδέξιος
ηθοποιός ο Γιάννης Ρίτσος, ουσιαστικά σκιαγραφεί τη σκηνή μίας παράστασης: όταν
πέφτουν τα φώτα της σκηνής, ο ηθοποιός μένει ακέραιος και μόνος, ένας μπροστά στο
απολεσθέν πλήθος. Η μοναξιά του είναι ένας άλλος τρόπος απεύθυνσης, στάσης
μπροστά στην υποκριτική τέχνη και στα πράγματα. Κι αυτό που μένει εδώ, πέρα από
την αισθητή «αντικειμενοποίηση» της φύσης, από την αναπαράσταση της ως αισθητού
κόσμου είναι το απόκρυφο συναίσθημα, όχι απλά της διαψευσμένης επιθυμίας που
μένει στο επίπεδο της συνείδησης και όχι της πράξης.

Είναι κύρια η μνήμη των πολλών ανθρώπων, η «γεύση» ενός τέλους που φέρει τη
«σύνθετη» σφραγίδα της συνύφανσης της ατομικής ύπαρξης με τη συλλογική, ή
αλλιώς, της σταδιακής ενσωμάτωσης του μερικού μέσα στο γενικό. Είναι η «απόλυτη
απεδάφωση» του Deleuze (deterritorialisation absolue). Είναι ο μη-χρόνος του χρόνου.
Η θανάτωση των «σφαγμένων επιθυμιών», της «μετάνοιας πριν απ’ την πράξη», της
«λιπόσαρκης δόξας». Είναι ο θάνατος που ως τέλος και ως αναπόδραστη μοίρα,
εμφιλοχωρεί στο «στάδιο» της ποίησης.

Ο Γιάννης Ρίτσος, γνωρίζοντας προσωπικά και συλλογικά τη μοίρα του θανάτου, τις
εκφάνσεις που αποκτά, καταυγάζει μία ποίηση, η οποία, πέρα από τις στιγμές της
απογοήτευσης, δικαιώνεται στην πράξη. Στις ‘Προσωπίδες’ του, ενσαρκώνει τον
ηθοποιό που, όντα πάνω στη σκηνή, λέει αλήθειες, απλές, καίριες, «κόκκινες», την
αλήθεια του αβέβαιου και ασταθούς γίγνεσθαι.

Άλλοτε ως ηθοποιός και άλλοτε ως «ενσαρκωμένος χρόνος», κανοναρχεί-ιεραρχεί τις
πηγές από το οποίο αντλεί υλικό, προκαλεί ρήξεις με ότι νοείται ως ποιητική
ταυτολογία και απλή ποιητική-μιμητική καταγραφή, σπεύδει να μετουσιώσει το μη-
τόπο σε τόπο. Οι ρίζες του είναι βαθιές, ά-χρονες και χρονικές μνημειώδεις
αναπαραστάσεις της ποίησης του, αντανακλάσεις της γραφής του. Ως «ενσαρκωμένος
χρόνος» συγκροτεί την ποίηση του ως αποτύπωση μίας πορείας, χρονικής, πολιτικής: το
ποιητικού του γίγνεσθαι, σύνθετο και πολύπλοκο, διαβάζεται και ως ένα διαρκές
στίγμα του παρελθόντος μέσα στο παρόν και στο μέλλον, του παρόντος μέσα στο
μέλλον, και του «κοινού τόπου» ως κοινό μέλλον. Ως διακλάδωση της γήινης
αποϊεροποίησης του «γυμνού εαυτού». Ως προτεραιότητα του καιρού μας. Γιατί τι
μένει τελικά πίσω; Η ποίηση ως χρόνος και μνήμη και καταγραφή.

«Χτένες, καλλυντικά, μπουκάλια, νύχτα, καρφίτσες. Ο γυμνός τυλιγμένος στο σεντόνι.
Ψεύτικα δόντια. Ένα καλάθι με ραδίκια ξεχασμένο στο πεζοδρόμιο. Κλεμμένα
αντικείμενα. Απουσία του κλέφτη. Αστυφύλακας. Ζαρωμένη κοιλιά. Κι η επιμονή στο
τετράγωνο. Λευτέρη, φυλάξου όταν περνάς το μεγάλο γεφύρι. Η σκιά στον τοίχο. Το
μαχαίρι. Μια τρύπα σκουλήκια».3

«Μια τρύπα σκουλήκια» και ένας «γυμνός εαυτός», που «παίζει» με τα πράγματα, με
τις ορέξεις, με τη θέληση, με την «απουσία του κλέφτη», με την απουσία αυτών που
τους πήρε ο θάνατος. Είναι η «φορτισμένη σιωπή» που αποδομεί πρόσωπα και
πράγματα, που αντιστέκεται υπόκωφα. «Μια τρύπα σκουλήκια»: η αλληγορία των
χασμάτων ποίησης, ζωής και μνήμης. Των διάκενων που αφήνει πίσω της η πράξη, το
αίμα, το σώμα ως αποϊεροποιημένη μορφή που αναπαράγει προσδοκίες και
διαψεύσεις μαζί. Τα πάντα μένουν στατικά, και όμως τόσο παράδοξα κινητικά, έντονα.

«Ν’ αποσπαστείς,- λέει- ν’ αποσπαστείς· αλλιώς μην περιμένεις να δεις, ν’ ακούσεις, να
μιλήσεις σωστά. Παίρνει το μαύρο καπέλο, ρίχνει μέσα τα τέσσερα ψαλίδια, τα τρία
κλειδιά, τα δυο ζάρια, κουνάει το καπέλο, τ’ αφήνει στο τραπέζι, απομακρύνεται· απ’
το καπέλο βγαίνουν οι δυο κόκκινες κούκλες με τα δυο σκυλιά τους, ο κόκκινος
κλειδούχος με δυο πράσινα φανάρια, κι ο ίδιος εκείνος κόκκινος όλος, ολόγυμνος, με
σταυρωμένα χέρια, με τα ζάρια σφιγμένα στα δόντια του. Το κόκκινο, κόκκινο πάλι, πιο
κόκκινο, αμετάπειστο, διάστικτο με μαύρες κηλίδες».4

Λίγο πριν το κλείσιμο: το περίβλημα σπάει. Πέρα από τους πρόσκαιρους ήχους,
προβάλλει η ανάγκη, η συν-ταύτιση, η ανάγκη του να αισθανθείς βαθιά για να
γνωρίσεις τους άλλους. Το κόκκινο του αίματος και της διάρκειας: το σύμβολο, η
αρχέγονη-πρωτεϊκή «μήτρα» της ανθρώπινης ταυτότητας και της ιστορικής εξέλιξης. Ο
Γιάννης Ρίτσος «διείδε» μαζί με τις πτυχώσεις του χρόνου, σκιαγράφησε την ποίηση ως
αυτό που είναι: «δομή» ανθρώπινη και καίρια.

1 Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Ηθοποιία’, Ποιητική Συλλογή ‘Προσωπίδες’, Εκδόσεις Κέδρος,
Αθήνα, 1993, σελ. 119.
2 Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Στάδια…ό.π, σελ. 126.
3 Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Σήψη…ό.π, σελ. 129.
4 Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Σκηνοθετημένο θαύμα…ό.π, σελ. 137.

The Ritsos Project 2016

The Ritsos Project is an annual festival of the fine arts that celebrates the artistic legacy of the great Greek poet and intellectual, Yiannis Ritsos (1909-1990). Founded in 2014, we seek to unite classical musicians from the world over, with Greek visual artists and actors, to create vibrant and immersive experiences. The main feature of the 2016 Ritsos Project takes its title from the Ancient Greek word Κáθαρσις (Catharsis) – meaning a cleansing or purification of emotions (particularly those of pity and/or fear) through art. The tumultuous global events of the last 12 months pose challenges to us as artists. What does the practice of our art mean in the midst of austerity, capital controls, or during the migrant crisis? How can we use art to respond to these events and to counteract the fear driven responses we find around us? How can art be cathartic?
Πηγή: The Ritsos Project 2016

Πετυχημένη η εκδήλωση – αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο και το Μάη του ’36 | 902.gr

Πετυχημένη η εκδήλωση – αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο και το Μάη του ’36 | 902.gr

Πηγή: Πετυχημένη η εκδήλωση – αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο και το Μάη του ’36 | 902.gr

Σοφία Κουμαριανού: Η δύναμη της ποίησης που δεν γνωρίζει σύνορα. Δυο σκέψεις για τον Γιάννη Ρίτσο και τον Λουί Αραγκόν: όταν η γραφή γίνεται όπλο, η ζωή παράδειγμα, το έργο ορόσημο…

Γιάννης Ρίτσος, Λουί Αραγκόν
Γιάννης Ρίτσος, Λουί Αραγκόν

Στην αυγή του 20 ου αιώνα, η ελεύθερη έκφραση των ιδεών δεν ήταν κατωχυρωμένο και
αυτονόητο δικαίωμα του ανθρώπου. Με μια σύντομη ματιά, την ιστορία της Ευρώπης την στοιχειώνει ο ναζισμός. Η Γαλλία αιμοραγεί, η Ελλάδα επίσης. Αίμα, πόλεμος, καχυποψία και μια Ανθρωπότητα μαχαιρωμένη, καχύποπτη, που επιβιώνει μετα βίας σε χαρακώματα
πίσω από όπλα και πεδία μάχης, σε στρατόπεδα κρατουμένων. Κάπου εκεί, η ποίηση του
Ρίτσου και του Αραγκόν γίνεται ο καθρέπτης της πραγματικότητας.

Μέσα σε αυτή την άρρηκτα συνδεδεμένη ποίηση με την πραγματικότητα, ο Ρίτσος και ο
Αραγκόν γράφουν ασταμάτητα, σηκώνοντας στους ώμους και κατ’επέκταση στην πένα τους
το βαρύ επιτακτικό φορτίο της ανθρωπότητας, την αβάστασχτη ενοχή του στρατιώτη που
σκοτώνει τον συντροφικό του αντίπαλο, την τραγικά καταδικασμένη αενάως συνείδηση του
αδερφού εξ΄αίματος, που εκτελεί τον αριστερό εξορισμένο αδερφό όταν αυτός δεν
υπογράφει στην εξορία την άρνηση των αριστερών ιδεωδών.

Κι εκεί, ανάμεσα σε αυτούς τους στίχους, τους ματωμένους τους βασανισμένους τους
τυραννικά αληθινούς, που προδίδουν την άγρια φύση του ανθρώπου και τη δίψα για
επιβολή και κυριαρχία, μέσα σε ένα κλίμα πάντα απόλυτα πιστό στα υψηλά ιδανικά και στη
δύναμη του ανθρώπου, ο Αραγκόν χαιρετά το έργο του ποιητή της Ρωμιοσύνης. Το
αναγνωρίζει σαν Αποκάλυψη, σαν Αποκάλυψη καθολική μιας ολόκληρης χώρας, μιας ιδέας,
μιας ιστορίας: της ελληνικής. Τον εισάγει στον κόσμο της γαλλικής διανόησης και κάπως
έτσι πάνω στα γερά και ακλόνητα αμοιβαία αριστερά πιστεύω, ο κόσμος της λογοτεχνίας
παρατηρεί την κοινή πορεία των δύο μεγάλων. Κάπως έτσι έχουμε το σχήμα Αραγκόν και
Ρίτσος, Ρίτσος και Αραγκόν. Σχήμα που από την Αθήνα στο Παρίσι, από την Μονμάρτη στη
Μακρόνησο, από την παρανομία στην αιωνιότητα, μας προσφέρει απλόχερα το προνόμιο
να διαβάζουμε μεγάλους στίχους, γραμμένους από ποιητές πιστούς σε έργα και λόγια, που
δεν υιοθέτησαν ούτε για μία στιγμή το κενό «η τέχνη για την τέχνη», μα όρισαν όχι
ακροθιγώς μα βαθειά και πιστά, το «η τέχνη για τον άνθρωπο».

Ποιητές μιας ποίησης βαθειάς στοχαστικής, σε αντίδραση των πολλών, η ποίησή τους εκτός
από στρατευμένη είναι ταυτόχρονα βαθειά λυρική, προσεκτικά και επιλεκτικά ελεγειακή.
Εδώ, τροφή της τέχνης γίνεται η εξορία, η αρρώστια και η προσωπική πίστη και επιθυμία να
τραγουθεί, να υμνηθεί ποιητικά ο μόχθος του προλετάριου από μέρους του Ρίτσου, η
κατακραυγή της καταδίκης του πολέμου και ο ύμνος στο γαλλικό τρίπτυχο «ελευθερία,
ισότητα, αδερφότητα», στο όνομα του οποίου ο λαός μάχεται επί σειρά ετών πάνω στη
γαλλική γη, που από το 1789 επιχειρεί να εξαφανίσει τη μισαλλοδοξία και τον
απολυταρχισμό, από την πλευρά του Αραγκόν.

Παράλληλα λοιπόν, χαράζουν ποιητικούς δρόμους. Δημιουργούν ποιήματα-φάρους
ανθρωπιάς, ποιήματα σημαίες επαναστατικές που αφυπνίζουν, παρακινούν, υπενθυμίζουν
και καταδικάζουν. Στα μάτια της συντριπτικής πλειοψηφίας, τα έργα του Ρίτσου είναι
ανούσια. Οι κριτικοί του σπαταλούν μελάνι γράφοντας κείμενα αφοριστικά μιας και η
ματιά τους αδυνατεί να είναι αντικειμενική και παραμένει εμμονικά προσκολλημένη στο
γεγονός της κομμουνιστικής του στράτευσης. Ο Ρίτσος όμως δεν σταματά. Απαντά με
στίχους ακόμα πιο δυνατούς, πιο μαχητικούς, που υψώνουν τη μορφή του πάνω από όρια
και περιορισμούς, πάνω από τις ιδεολογίες και τα κόμματα, υποστηρίζοντας με σθένος πως
η κριτική δεν είναι τίποτα παραπάνω από την ενσάρκωση της απολυταρχίας, της
λογοκρισίας, της καθολικής έλλειψης διαλλακτικότητας, της έλλειψης σεβασμού της
διαφορετικότητας, τέλος, του ειρωνικού και υποκριτικού κράτους.

Σε πλήρη πνευματική αρμονία και συνάρτηση, ο Αραγκόν, γράφει σαν ανταποκριτής στην
«HUMANITE» και στο γαλλικό περιοδικό «COMMUNE». Έτσι, επιχειρεί να λάβει μέρος και
στην Επανάσταση της διανόησης του καιρού του, με σκοπό πάντα να υπηρετήσει μέχρι
εσχάτων την ειρήνη κατά τη διάρκεια των πιο σκοτεινών ημερών της Κατοχής, όπου οι
ομαδικές εκτελέσεις και η λίστα του Όττο συνθέτουν τη ζοφερή πραγματικότητα της
εποχής.

Η πένα συνεπώς γίνεται όπλο. Οι στίχοι κραυγές. Η γραφή τους περνάει αβασάνιστα από
τον σουρεαλισμό. Απορρίπτουν τους αυστηρούς κανόνες της παλιομοδίτικης κλασσικής
ποίησης. Η ζωή όσο σκληρή κι αν είναι ή γίνεται, μεταμορφώνεται στη Μούσα που οδηγεί
την πένα και κυοφορεί την έμπνευση της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ο στίχος αμοιβαία
απελευθερώνεται και πολλές φορές είναι αποτέλεσμα αυτόματης γραφής,
καθοδηγούμενης αποκλειστικά από τις πιο μύχιες σκέψεις που γεμίζουν τα κλειστά
συρτάρια της ψυχής.

Εδώ, στα γαλλικά ο ένας και στα ελληνικά ο άλλος, αμφότεροι, δίνουν μορφή σε στίχους
που υμνούν την αγάπη στην πιο σκληρή και πρωτόγονη μορφή της, μιας και οι δύο έχουν
αντιληφθεί από τα πρώτα κιόλας χρόνια τη ζωής τους πως η αγάπη και μετέπειτα η
σεξουαλική ορμή χορεύουν χέρι με χέρι με την ανθρώπινη ύπαρξη. Γιατί; Γιατί και οι δύο με
τον έναν ή τον άλλον τρόπο στερήθηκαν την αγάπη.

Αναφερόμαστε φυσικά στην αγάπη που στερήθηκαν είτε γιατί ο ένας ήταν στρατιώτης είτε
γιατί ο άλλος βίωνε την απουσία της λόγω συνθηκών. Ποιός μελετά Ρίτσο και δεν γνωρίζει
τα δελτάρια εξορίας; Ποιός αναγνώστης μελετά Αραγκόν και δεν γίνεται αυτομάτως
μάρτυρας της απόλυτης και ανιδειοτελούς αγάπης του για την Έλσα;

Για τους αναγνώστες τους είναι προφανές από την αρχή. Και για τους δύο ποιητές η άνεση
και η ζεστασιά του σπιτιού, την ίδια στιγμή που ο λαός μάχεται, δεν λέει τίποτα. Ο Ρίτσος
δεν μίλησε για την εξορία και για τα πάθη των κρατουμένων από όσα είχε ακούσει. Έγραψε
για αυτά που είδε και έπαθε. Ο Αραγκόν από την άλλη δεν μίλησε για τον παραλογισμό του
πολέμου σαν θεατής. Ο Αραγκόν υπηρέτησε σαν στρατιώτης.

Και οι δύο αυτοί ποιητές, και οι δύο αυτοί μεγάλοι άντρες του εικοστού αιώνα, γεννήθηκαν,
έζησαν και πέθαναν αφήνοντας πίσω τους ένα εμβληματικό έργο, που καλεί τον άθρωπο να
συλλογιστεί την δύναμη, την αδυναμία του και τα όσα είναι ικανός να κάνει. Τελικά τι
πρέπει να κρατήσει ο σύγχρονος άνθρωπος από το έργο τους; Ο σύγχρονος άνθρωπος
πρέπει να βαδίζει περήφανα προς την κοινή μοίρα, την αναπόφευκτη θνητή του
υπόσταση,τον θάνατο, αφήνωντας πίσω μία ζωή γεμάτη πράξεις. Μία ζωή που
συμπορεύτηκε με μια καρδιά αληθινή, περήφανα ανθρώπινη και δημοκρατική –
δημοκρατική με την αληθινή και πρώτη έννοια της λέξης – μουρμουρίζοντας:

«Λοιπόν σ’το λέω ο κόσμος είναι πιό πλούσιος απ’τους εκμεταλλευτές του πιό πλούσιος
απ’τούς απελπισμένους του {..} η ζωή δεν είναι απάτη λοιπόν δέν είναι μόνο ο θάνατος .
Δώσε και πάρε τη λέξη, την πράξη. ωχ είπε θά πάρουμε τό μερτικό μας καί το δίκιο μας μέ
λόγο και πράξη. Υπάρχει τό υπάρχω, υπάρχει συνέχεια», «Levez les yeux beaux fils de
France»…*
*Ποίημα 5, «Γραγκάντα», αποσπάσματα, «’Ελληνες Ποιητές», Γιάννης Ρίτσος, Εργογραφία,
Ανθολογία, Απαγγελία, Τόμος Β΄, Παρούσα έκδοση Καθημερινές Εκδόσεις Α.Ε., 2014 &
Στίχος από το ποίημα «Elsa-Valse», Louis Aragon «Les yeux d’Elsa», Editions Seghers, Paris,
1942.

Με τον «Φιλοκτήτη» του Γιάννη Ρίτσου

Με τον «Φιλοκτήτη» του Γιάννη Ρίτσου . – Μια ενδιαφέρουσα παράσταση με πρωταγωνιστή τον ποιητικό λόγο του Γιάννη Ρίτσου, όπως εκπληκτικά τον απέδωσε ο Ενκε Φεζολλάρι, ως Νεοπτόλεμος, στον δραματικό μονόλογο του Γιάννη Ρίτσου, «Φιλοκτήτης»… – 2016-06-17 00:00:00.0

Πηγή: Με τον «Φιλοκτήτη» του Γιάννη Ρίτσου | ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ | ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ