Σίμος Ανδρονίδης: Tο “τερατώδες αριστούργημα” του Γιάννη Ρίτσου

teratwdes«διαβάζω ανάποδα τις λέξεις βρίσκω το σωστό νόημα τους παίρνω το μαυροπίνακα κάτω απ’ τη μασκάλη μου φεύγω ο τρίφτης κατρακυλάει στη σκάλα τρέχουν οι αρουραίοι γκρούχ είπε ντβέρτζ είπε» (Ρίτσος Γιάννης ‘το τερατώδες Αριστούργημα’).

Το 1977 ο Γιάννης Ρίτσος ‘συνθέτει’ την ποιητική συλλογή ‘Το Τερατώδες Αριστούργημα‘,[1] βαθιά προσωπικό, εξομολογητικό & λυτρωτικό για τον ίδιο τον ποιητή. Οι βιωματικές αναφορές-μνήμες ενσωματώνονται οργανικά στο όλο πλαίσιο του ποιήματος, τα ‘σκέλη’ του οποίου διαπερνούν και ‘ρηγματώνουν’ τα πολλά και ‘βιασμένα’ σώματα, ‘αφαιρούν’ την ύλη της ‘ενιαίας (και μονολιθικής) δομής προσιδιάζοντας στην ποίηση του τόπου που κατοικείται, στην ποίηση του παρόντος και του απόντος χρόνου: ιστορία & αίμα. ‘Η ιστορία και το αίμα που διαπερνούν το ίδιο το σώμα του ποιητή.

Με αυτόν τον τρόπο, στο ποίημα, (μία αλληλουχία επεισοδίων-αναφορών που κορυφώνονται διαρκώς, δίχως ούτε ένα κόμμα, σαν μία ιστορία που δεν θα επαναληφθεί ξανά, ‘αθέατη’ και τόσο ορατή), ‘χωρά’ την υποδόρια αποστροφή για πράγματα που πληγώνουν, τον ατομικό προσδιορισμό μέσα στο πεδίο των συμβάντων, την ‘ανάταση’ μπροστά στη θέαση της ιστορικής ενδεχομενικότητας, την άρθρωση των ψηφίδων που συγκροτούν την ιστορία του εργατικού κινήματος μίας συγκεκριμένης περιόδου), τη διάστικτη και ‘σαρκώδη αίσθηση του αγγίγματος, της θνητής (όσο και ανιδιοτελούς, ‘μυθικά’ αγαλματένιας για τον ποιητή), σάρκας-γυμνότητας-στιλπνότητας.

Η ιστορία περνά δίχως να ‘κατοικηθεί’ εν όλω. Και το αίμα που χύθηκε, θάνατος & ‘κειμήλιο’ μαζί, χώμα & λέξη, ιστορία & σκοπός. Και εντός ενός ποιητικού ‘χωρίου’, μίας εναλλαγής στιγμών που διακόπτονται & εκκινούν ταυτόχρονα, ο Γιάννης Ρίτσος, ενθυλακώνει (‘εδαφικοποιεί σε ένα ‘έδαφος’ καθόλα επικίνδυνο), πρόσωπα και υπάρξεις, που, από κοινού, συναρθρώνουν την αγωνιώδη ζωή του και την ποιητική του ‘κοινωνία’. Με άλλα λόγια διατυπωμένο, συγκροτούν τη δική του ιστορία που καταγράφεται με ένα ΄βίαιο’ χτύπημα σε μία καθεαυτό κλασική λεξικολογική ‘πειθαρχία’. Ο ποιητής αφήνεται. Το φάσμα, το ‘ολόγραμμα’ της ποίησης μπροστά του: μνήμη μίας άλλοτε αθώας και άλλοτε σκληρής παιδικότητας, το ‘τραύμα’ της θρηνητικής αυτο-αναφορικότητας (το ίδιο το ‘τραύμα’ της τρέλας-θανάτου-απώλειας), ο μνημειώδης απολογισμός της δράσης ενός κινήματος, οι στιγμές της ‘άνωθεν’ συμμόρφωσης, οι αναφορές στα ενεργά πεδία των άλλων.

Ο ποιητικός τρόπος του Γιάννη Ρίτσου διεμβολίζει τις απανταχού βεβαιότητες για να «ανοιχθεί» σε  διάφορους τρόπους, αφηγήσεις, που δεν καταλήγουν αλλά εκκινούν στο ‘τερατώδες αριστούργημα’, το οποίο και εξελίσσεται υπό τους ρυθμούς μίας μη-διακοπτόμενης ‘ροής’, αποκαλύπτοντας κάτι περισσότερο από το απλά ορατό και συμβολικό. Το ‘αριστούργημα’ είναι ‘τερατώδες’ διότι αρθρώνει την ποίηση ως πράξη ‘άγρια’ & έσχατη, ως πράξη (του αστάθμητου έρωτα) απόλυτη που εισχωρεί στα ανθρώπινα σώματα για να το προσδώσει την ιδεολογία της κινητικότητας.

Διότι ποιο είναι το όριο της γενετήσιας (ερωτικής) πράξης; Το γεγονός πως αίρει το όριο των σωμάτων που τέμνονται, που αλλάζουν πάνω στην πράξη, που «μετασχηματίζονται» σε ποίηση. Το ‘αριστούργημα’ είναι ‘τερατώδες’ διότι μπροστά στη διάρκεια της ανθρώπινης ζωής, ελπίζει στην ‘ανάσταση (με όρους αφύπνισης & συντροφικής συν-ύπαρξης) των συνειδήσεων.

Η ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, ανατρέποντας τους κανόνες της ποιητικής φόρμας, αναζητά τοπόσημα εννοιών-μηνυμάτων, συναρθρώνει τις άλλοτε διακοπτόμενες (βιοπολιτικά) και άλλοτε ρέουσες αναφορές, συγκροτεί ‘τερατώδη αριστουργήματα’ λιτά, περιεχομενικά, και καθεαυτό ανθρωπολογικά, προοικονομώντας όχι εξελίξεις, αλλά ανάγκες. Σε κάθε στροφή, και μία ‘άφεση’, μία απόσπαση, μία «εδαφικοποίηση» προσώπων και προσωπικών-συλλογικών θρήνων.

Και εγγράφει ο ποιητής: αίμα & μνήμη, σώμα του ‘πολιορκημένου’  εαυτού (που δέχεται τις «σφαίρες» της ιστορίας, «διευρύνεται» για να χωρέσει και άλλους νεκρούς), εντός ποίησης, σώμα του ‘απελεύθερου’ ποιητικού υποκειμένου.

«Κ’ είπα να μην ξεχάσω να βάλω μαζί με τους ανεμοδείχτες κι ομοιοκαταληξίες και να βάλω στο ψυγείο τα λαμαρινένια κοκόρια χωρίς να τα μαδήσω εκείνα λέω τα κοκόρια πλάϊ στο κουτί το φρέσκο βούτυρο για να διατηρήσω κάτι από το νεοκλασικό ρυθμό των ωραίων κατεδαφιζόμενων σπιτιών της παλιάς Αθήνας όπως έκανε κι ο Τσαρούχης στις ζωγραφιές του με τις γύψινες Καρυάτιδες που φορούσαν κόκκινα τσαρούχια κι ο ένας ναύτης έμπαινε μέσα κι ο άλλος στεκόταν στη μεγάλη τζαμόπορτα κι άναψε με το σπίρτο το τσιγάρο του και το φεγγάρι κ’ η ταπεινοσύνη μου φούσκωνε σα γαλοπούλα παραγεμιστή με κάστανα παραμονή Χριστουγέννων»..[2]

Για να εξέλθει απελευθερωμένος, ποιητής που λυτρώνει & λυτρώνεται, που υπερβαίνει δεσμά, που επανεγγράφει εγκλήσεις χαμένες, που ‘αποϊεροποιεί’ τον έρωτα τον τελειωτικό σε όλες του τις εκφάνσεις, τον έρωτα που τον ονοματίζει, τον καθιστά πλαίσιο ποίησης, πλαίσιο διαπλάτυνσης ‘ζωώδους’ ορμητικότητας του σώματος που ‘λέει’ και ‘προφέρει’. Με τα λόγια της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ: ”Τι άδειο που είναι το σώμα χωρίς μελλοντικούς προσδιορισμούς’..[3]

Επρόκειτο για μία κομβική στιγμή στην ιστορία της ελληνικής ποίησης καθότι ‘το τερατώδες Αριστούργημα’ πρώτα αντίστροφα, αρχέγονα, απότομα,  «εδαφικοποιεί» και μετά «εδαφικοποιείται». Συμβαίνει & συγκροτείται ως η στιγμή του ποιητή μπροστά σε έναν «σπασμένο» καθρέφτη, αποτελώντας το «είδωλο» της φωνής του: της γραφής που δε γίνεται απλά, είναι σκοπός και στόχος ζωής & καταγραφής.

‘Το Τερατώδες Αριστούργημα’ η ‘αντήχηση’ της αρχέγονης καταγωγής: ”Κ’ είδα και φωτογράφησα και μίλησα και μίλησα μέθυσα με τις λέξεις σπάω τα ποτήρια τραγουδάω μ’ ένα τριαντάφυλλο στο στόμα.

Στο ‘Τερατώδες Αριστούργημα’ του Γιάννη Ρίτσου αποκρυσταλλώνεται η έννοια της ποιητικής ‘ισχύος’. Κι αυτή η ‘ισχύς’ αντλείται από τον ‘έκκεντρο’ ποιητή, ο λόγος του οποίου, διαμέσου μίας ‘δραματικής’ αποσπασματικότητας, κατευθύνεται προς δια-κειμενικές & δι-ανθρώπινες στοιχίσεις, προς την ‘επικράτεια’ του υπαρκτής αποτύπωσης, συγκροτώντας μία ισχύ δεδομένη, ‘λογική’ & ‘παράλογη’, μία ισχύ που δομείται με όρους ‘αταξίας’, με όρους με όρους επανεγγραφής μίας συντροφικότητας, ‘μυθικής’ όσο και λαϊκής, φανερά ερωτικής και ορμητικής.

‘Το Τερατώδες Αριστούργημα’ ομνύει σε έναν παράλληλο κύκλο ‘μικρών’ προσώπων. Ένα ποίημα του Γιάννη Ρίτσου από τα ‘Χάρτινα ΙΙ’, προσδιορίζει: ”Αυτός που έδωσε το ποτήρι του στο άγαλμα αυτός με τη γλάστρα στο διάδρομο αυτός με το εικόνισμα αυτός με τα δεκανίκια ένα καλάθι ραδίκια στο παράθυρο εμείς με το σπάγκο στα μαλλιά κι ένα ταμπούρλο στο πηγάδι..”[4] Αυτός που παίζει στο δικό του θέατρο δίχως να είναι ηθοποιός, παρά μόνο αντηχείο λέξεων, κατασκευών, κινήσεων, «ψηφίδα» μέσα στις πτυχώσεις του γίγνεσθαι.

Το ‘τερατώδες Αριστούργημα’ συνιστά τη δική του προσωπική μνήμη & ιστορία, το έσχατο σημείο του δίχως εμφανή απόληξη και όμως διακλαδωμένο στο έπακρο,  που δεν το παραχωρεί έναντι φθηνού αντιτίμου. Και το αντίτιμο είναι ιδιαίτερο: «γυμνότητα» μπροστά στην ποίηση. «Γυμνότητα» και «άνοιγμα» ταυτόχρονα σε έννοιες που μεταβάλλονται στο κάτι & στο αυτό που δεν περιλαμβάνει απλά, αλλά και δεικνύει «διαβρωτικά» και «αλλοιωτικά». Το ‘τερατώδες Αριστούργημα’ ανάγονται σε μία οργιώδη συνάφεια μύθους και μνήμης, ιδεολογικής σταθερότητας και ‘αστάθειας’ παλινδρόμησης μόνο εντός (και στο πολύπλοκο εύρος) της ποίησης. Που είναι δική του, αυτόνομη & ανοιχτή στον τρόπο που ονοματίζεις τα πράγματα: ‘διάρρηξη’..

Με την τοπολογία που ενέχει κύκλους μίας  άρνησης δια και μέσω της ποίησης που προσδιορίζει και ανακύπτει συνεχώς ως «ζιζάνιο»: «είσαι αυθαίρετος μουπε είμαι τουπα κυπαρίσσι μου είπε μπερμπάντη του είπα και τουστρέψα κι απ’ την άλλη μεριά την παρειά μου και τότε φωνάξαμε μαζί κ’ οι δυο γιούχα και πάλε γιούχα των πατρίδων και δεύτερη φορά πιο δυνατά γιουχα και πάλε γιουχα των πατρίδων κ’ ήρθαν οι κωπηλάτες μουσκεμένοι θάλασσα και στάθηκαν στην πόρτα»..[5]

[1] O τίτλος εν πολλοίς συνιστά κάτι το αμφίσημο και το αντιφατικό. ‘Αριστούργημα’ και ‘τερατώδες’, ‘τερατώδες’ και ‘αριστούργημα’, παραπέμποντας στον ‘αναρχικό τραπεζίτη’ του Πορτογάλου Φερνάντο Πεσσόα. Η πρόσμειξη ήθους και ουσίας, η διφυής ιδιότητα προσδιορίζει τον ‘αναρχικό τραπεζίτη’ του Πεσσόα, ο οποίος ενώ αντικειμενικά συσσωρεύει, υποκειμενικά αίρει, καθίσταται ενσυνείδητα ‘νόμιμος’ & ‘παράνομος’ ταυτόχρονα. Στο ‘τερατώδες Αριστούργημα’  η  ίδια η αντινομία του τίτλου οδηγεί στο περιεχόμενο του ποιήματος, όπου το  κλασικό & καινοτόμο στοιχείο, το μερικό & όλο συναρθρώνονται σε μία κατεξοχήν συνθήκη «απειθάρχητης» ροής, ποίησης που είτε ελίσσεται είτε ευθυγραμμίζει, δεν παύει να είναι το ίδιο το ‘τερατώδες Αριστούργημα’, το ‘αριστούργημα’ της εποχής των ‘τερατωδών’ παραμορφώσεων.

[2] Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Το τερατώδες Αριστούργημα’ (Απομνημονεύματα ενός ήσυχου ανθρώπου που δεν ήξερε τίποτα), Ποιητική συλλογή ‘Γίγνεσθαι’, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1998, σελ. 386-387.

[3] Βλέπε σχετικά, Αγγελάκη-Ρουκ Κατερίνα, ‘Μετά τα λουλούδια’, Ποιητική Συλλογή, ‘Ωραία έρημος η σάρκα’, Δεύτερη έκδοση, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 1997, σελ. 18.

[4] Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, Χάρτινα ΙΙ, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1993, σελ. 202.

[5] Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης…ό.π, σελ. 366.

Ο Θάνος Μικρούτσικος για το έργο «Καντάτα για τη Μακρόνησο»

Ο Θάνος Μικρούτσικος για το έργο «Καντάτα για τη Μακρόνησο» . – Μετά την ομιλία θα ακολουθήσει συναυλία με το μουσικό έργο του Θάνου Μικρούτσικου «Καντάτα για τη Μακρόνησο», σε ποίηση του Γιάννη Ρίτσου. «Ο Ντικ», «Ο Αλέξης», «Οι Γερόντοι», «Φεγγάρι», «Χρέος»… – 2016-09-02 00:00:00.0

Source: Ο Θάνος Μικρούτσικος για το έργο «Καντάτα για τη Μακρόνησο» | ΚΟΜΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΔΡΑΣΗ (ΤΕΤΡΑΣΕΛΙΔΟ) | ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ

Ο Φιλοκτήτης του Γ. Ρίτσου από τον Ένκε Φεζολάρι. Από τις 5 Σεπτεμβρίου, στο Βρυσάκι.

Ο Φιλοκτήτης, του Γιάννη Ρίτσου ,πραγματεύεται την αναγκαστική υπόδηση ρόλων, αυτή που αποπροσανατολίζει, το δίχως άλλο, την ψυχή κι ενόσω αυτή καλείται να μάχεται συνεχώς.-Από την Μαρία Λυδία Κυριακίδου

Source: KLIK Magazine ® | Ο Φιλοκτήτης του Γ. Ρίτσου από τον Ένκε Φεζολάρι.

Ίδρυμα Ανδρέα Δ. Καψάλη, Αίγινα. Μία αφιερωματική βραδιά στον ποιητή Γιάννη Ρίτσο. Σάββατο, 06 Αύγουστος 2016

Μία ακόμη ποιοτική, θεματική εκδήλωση, παρουσίασε στο ανοιχτό αμφιθέατρο του ιδρύματος το Ίδρυμα Ανδρέα Καψάλη και ο Σύλλογος Φίλων, αφιερωμένη στον ποιητή Γιάννη Ρίτσο.
Ακολουθήστε το link

Σίμος Ανδρονίδης: Το “Αρχαίο Φρούριο” του Γιάννη Ρίτσου

thita«Ω, βαθιά διαλλακτικότητα, ευρυχωρία γεροντική, κι η
ευπρόσδεκτη αυτή αβεβαιότητα του απέραντου» (Γιάννης
Ρίτσος, ‘Αρχαίο Φρούριο’).

Η μικρή ποιητική συλλογή του Γιάννη Ρίτσου με τίτλο ‘Αρχαίο
Φρούριο’ αποτελεί έναν δείκτη προς την κατεύθυνση του ορίου
και ταυτόχρονα της «οριακής» πράξης, ποιητικής και μη, της
πράξης που φέρει και προτάσσει το μείζον: την ευθύνη απέναντι στον εαυτό και στους άλλους, την «ευθύνη» του: «ονειρεύομαι, είμαι, θα είμαι».1

Με αυτόν τον τρόπο τελειώνει το ποίημα. «Ονειρεύομαι, είμαι
και είμαι». Το όνειρο ως πιστοποίηση του μη- παραδεδεγμένου
ρητά, ως πιστοποίηση της διαρκούς μη-συμβατικότητας, το
«είμαι» του χρόνου, το «θα είμαι» ως απεύθυνση στο χρόνο, ως
ρηγμάτωση της επιφάνειας, ήτοι της ‘αντικειμενικής’
πραγματικότητας και ως ταυτόχρονη εμβάθυνση στο ποιητικό
προτσές.

Ο ποιητής οργανώνει τον ατομικό χρόνο διαμέσου της ποίησης,
«θρυμματίζει» τον συλλογικό χρόνο των υπάρξεων για να τον
αποδώσει πάλι ως σημείο μνημειακής αναφοράς, χρόνο εντός
ποίησης, αντανάκλαση πολλών ζωών μαζί. «Είμαι, θα είμαι».

Πραγματικά, σε αυτό το σημείο επιτελείται η εμβάθυνση στην
ποίηση, η συμπύκνωση, η ‘ποιοτική’ της κορύφωση ως τομή
μεταξύ φθαρτού και άφθαρτου, μεταξύ αυτού που υπάρχει και
αυτού (υποκειμένου) που «συλλαμβάνει» άγνωστες
δυνατότητες- γραπτής και σωματικής εκφοράς.

Όλη η ζωή του Γιάννη Ρίτσου είναι μία «καταβύθιση» στο πεδίο
της ποίησης, στο «είμαι» των αναφορών και των πολλαπλών
κατευθύνσεων και στο «θα είμαι» του χάσματος, της «άρσης»
του χρόνου, στο «θα είμαι» σαν «προϊόν» συνύφανσης σκοπού
και ποίησης.

«Ασάλευτοι, πάνω σ’ αυτή την πέτρα, πριν από πόσα χρόνια,
μετά από πόσα χρόνια,- και τα φτερά πετρωμένα. Το χαμομήλι
ξύνει με τα μικρά του νύχια το μεγάλο βράχο, το πατάς κι
ευωδιάζει·- είναι άνοιξη, λέει·- ένα μικρό ρολόι όλο ωροδείχτες·
κι οι δείχτες στραμμένοι κύκλο κύκλο σ’ όλες τις ώρες».2

Ο Γιάννης Ρίτσος αναπαριστά ένα περιβάλλον όπου όλα
κινούνται και μένουν ακίνητα. Είναι ο κύκλος των επιθυμιών που
αλλάζουν, μεταβάλλονται, «αναπαράγονται» μέσα σε έναν
κύκλο, μέσα σε μία «πληθώρα» ταυτοτήτων και εγκλήσεων. Και
είναι σε αυτό ακριβώς το σημείο που ο ποιητής επιτελεί το έργο
του: ότι μένει, αξίζει να ειπωθεί, το σώμα που «οικειοποιείται»
ρόλους, «οι δείχτες στραμμένοι κύκλο κύκλο σ’ όλες τις ώρες»,
στο χρόνο που περιλαμβάνει όλη την «χροιά» των πράξεων.

Οι ρόλοι αντιστρέφονται: ο ποιητής γίνεται, «είναι» ο βράχος, το
διαρκές σημείο αναφοράς, οι λέξεις «είναι» το «χαμομήλι» που
«το πατάς κι ευωδιάζει», και που «ματώνει», που «δημιουργεί»
τομές και «τραύματα». Το ‘Αρχαίο Φρούριο’ συνιστά ένα σημείο
έγκλησης και άρθρωσης της «καθαρότητας» λόγου και
νοημάτων, το «είμαι» του σωματικού πόνου, και το «θα είμαι»
της αποκρυστάλλωσης στο χρόνο ως «περιοδικό» σώμα και ως
ποίηση που ρηγματώνει την έννοια του χρόνου ως σταθερά.

«Λοιπόν, όπως λέγαμε, αυτός ο προαιώνιος φόβος- όχι καθόλου
του θανάτου- ο φόβος της καινούργιας γέννησης. Ο υδραυλικός ο
Βαγγέλης σκαρφάλωσε στη μυγδαλιά κι έκοψε ένα κλωνάρι
κατάφορτο με φρέσκα μύγδαλα· το’ δώσε στη Μαρία. Η Αλκμήνη
ανέβαινε ακόμη με κόπο τον ανήφορο χτυπώντας τα ψηλά
τακούνια της σα δεκανίκια ευγενικού ανάπηρου,-κι ούτε που
‘κρύβε την ένδοξη της αναπηρία. Τι ανάλαφρα, τι σίγουρα- είπε-
που σκαρφαλώνουμε στις μυγδαλιές· πως πετούν πέτρες μακριά,
μακριά, πέρα απ’ τα τείχη· – μήτε που ακουγόταν κρότος στο
μεγάλο κατήφορο κάτου· τίποτα δεν ακουγόταν».3

Τι επιφυλάσσει, τι δύναται να επιφυλάσσει «ο φόβος της
καινούργιας γέννησης»; Το άγνωστο και το μη-γραμμικό, το
αβέβαιο που δεν κατηγοριοποιείται-κατατάσσεται,4 εμφιλοχωρεί
στο πεδίο της ιστορίας. Κινούμενος μεταξύ δυναμικής των
πραγμάτων και δυναμικής της ποίησης, ο Γιάννης Ρίτσος
«αναπαράγει» τις πτυχές του άγνωστου (ως συναισθηματικό
φόβο-πληγή αλλά και ως δυνατότητα αλλαγής), προσδιορίζει το
όλο ποιητικό έργο ως σταθμό επαφής επάλληλων, όμοιων και
ανόμοιων προσωπικοτήτων, ως αναφορά-μεταίχμιο μεταξύ
κοινωνικής ζωής και ατομικού θανάτου.

Διότι το ‘Αρχαίο Φρούριο’ είναι το σημείο αναφοράς-
συσπείρωσης, που με έναν εξόχως ποιητικό τρόπο, μεταβάλλει
πρόσωπα και πράγματα, που δεικνύει το «είμαι» για να
προσεγγίζει το «θα είμαι».

Κι αυτή η προσέγγιση δεν μπορεί παρά να συμβεί ολικά, με
σώματα που «ενσαρκώνουν» και ποθούν, («το πιο έρημο
πράγμα του κόσμου είναι το σώμα», αναφέρει στις ‘Προσωπίδες’
του), με μία ποίηση που κοινωνικοποιείται διαρκώς, που
«συγκροτείται» πάνω στο υπόβαθρο της κοινωνικής δομής. Που
ακόμη και η «κρίση» της δε στερείται εννοιολογικών σημάνσεων.
«Τίποτα δεν ακουγόταν», αναφέρει ο ποιητής. Στο ‘Αρχαίο
Φρούριο’ που δίδει νοήματα. Το ‘Αρχαίο Φρούριο’ είναι η
στιγμή, η ίδια η «σύλληψη» της ιστορίας της ποίησης.

Κι έρχεται η ποίηση του Νίκου Καρούζου να «αρθρώσει» τη φωνή
ή τις φωνές, να λειτουργήσει ως «εικόνα» μιας τέχνης, που ως
τέτοια παροτρύνει: «Η λάμψη υπόκειται στην επιστήμη –
βεβαίως- μα ό,τι φωτίζει είν’ αδιαίρετο. Περίπου τραγωδία; Ίσως
οι αμνοί να είναι ανυπόφοροι και ο Ευριπίδης να φτύνει
λυκόφωτα εκτός των στίχων έξω από κάθε θεατρική παράσταση
μνημονεύοντας εαρινό σαξόφωνο ματωμένες Βάκχες- οπώρες
που μηδενίζουν έρωτες».5 Στο ‘Αρχαίο Φρούριο’ η φωνή του
ποιητή αποκτά διάρκεια, αξία, μνήμη.

1 Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Αρχαίο Φρούριο’, Εκδόσεις Κέδρος,
Αθήνα, 1989, σελ. 314,
2 Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Αρχαίο Φρούριο…ό.π, σελ. 311.
3 Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Αρχαίο Φρούριο…ό.π, σελ. 312.
4 «Ω, βαθιά διαλλακτικότητα, ευρυχωρία γεροντική, κι η ευπρόσδεκτη
αυτή αβεβαιότητα του απέραντου», αναφέρει ο Γιάννης Ρίτσος λίγο πριν
το τέλος του ποιήματος. Η ποίηση που δύναται να λειτουργήσει ως δι-
ιστορικό πεδίο εκβολής από τον γραπτό κανόνα, «γινόμενη σημασία»,
επεξήγηση, διεύρυνση του «εδάφους» για πραγματική επικοινωνία ποιητή
και υποκειμένων, «απέραντο» (κοινωνικό) μαζί.
5 Βλέπε σχετικά, Καρούζος Νίκος, ‘Θρίαμβος Χρόνου’, Επίμετρο:
Λαλουδάκη Βασιλική, Εκδόσεις Απόπειρα, Αθήνα, 1997, σελ. 25.

“Άγιος Ρίτσος” του Οζντεμίρ Ιντσέ, εκδόσεις VEYAYINEVI, 2016

agiosΚυκλοφόρησε πρόσφατα το βιβλίο του Τούρκου ποιητή και μεταφραστή του Ρίτσου, Οζντεμίρ Ιντσέ με τίτλο “Άγιος Ρίτσος” από τις εκδόσεις VEYAYINEVI, 2016.
Το βιβλίο περιλαμβάνει άρθρα για τον Ρίτσο, συνεντεύξεις, μια μεγάλη συνέντευξη που είχε δώσει στον Οζντεμίρ Ιντσέ, ποιήματα του Ιντσέ αφιερωμένα στον Ρίτσο, μεταξύ των οποίων και η συλλογή “Δώδεκα ποιήματα για τον Γιάννη Ρίτσο” (ακριβώς όπως ο Ρίτσος είχε γράψει “Δώδεκα ποιήματα για τον Καβάφη” ) καθώς και φωτογραφίες από τις συναντήσεις τους,..

Οι “Επαναλήψεις” στα Καταλάνικα, σε μετάφραση και πρόλογο Eysebi Ayensa

repeticionsΗ συλλογή του Γιάννη Ρίτσου “Επαναλήψεις” κυκλοφόρησε μόλις στα καταλάνικα, σε μετάφραση Eusebi Ayensa (ήταν μέχρι πρότινος διευθυντής του Ινστιτούτο Θερβάντες στην Αθήνα) και με δικό του πρόλογο και σημειώσεις, από τις εκδόσεις Edicios de la ela germinada.

“Η Ελένη” στα Γαλλικά, σε μετάφραση και πρόλογο Anne Personaz

helene Κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό στη Γαλλία ο δραματικός μονόλογος του Γιάννη Ρίτσου “Η Ελένη” που μεταφράστηκε εξαιρετικά στα γαλλικά από την Anne Personaz με δικό της πρόλογο σε δίγλωσση έκδοση από τις εκδόσεις Eros Onyx Editions, 2016