Σίμος Ανδρονίδης: ‘Οι γερόντισσες κι η θάλασσα’ του Γιάννη Ρίτσου

gerontisses«Τι ναν το κάνεις το έρημο φανάρι; Τι να δεις; Σπηλιές σπηλιές τα κύματα, ψυχές να
καταπίνουμε; Πεντάλφες-αστροπέλεκα, κομμένα, πυρωμένα σύρματα μέσα στα
σύγνεφα, πόλεμους, σκοτωμούς και στέρησες». (Γιάννης Ρίτσος, ‘Οι γερόντισσες κι η
θάλασσα’).
Ο Γιάννης Ρίτσος στο ποίημα του ‘οι γερόντισσες κι η θάλασσα’ διεισδύει στο πεδίο της
συγκρότησης ολοκληρωμένων ποιητικών χαρακτήρων. Οι επτά γερόντισσες,
διαθέτοντας πλέον συσσωρευμένη πείρα, ανατέμνουν τη δική τους ζωή, τη δική τους
πορεία στη ζωή, τη δική τους μνήμη. Ο ποιητής δημιουργεί ένα λιτό σκηνικό, εκεί όπου
τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο τον έχει η θάλασσα, γύρω από την οποία οι
γερόντισσες έστησαν το βιος τους. O Γιάννης Ρίτσος τις προσδίδει τα χαρακτηριστικά
μίας έντονης λαϊκότητας στο λόγο και την εμφάνιση, λαϊκότητα που διαπερνά και
νοηματοδοτεί το ποίημα.
Οι επτά ομοιόμορφα ντυμένες γερόντισσες, σαν σε χορό αρχαίας τραγωδίας,
αφηγούνται τα περασμένα, ανατέμνουν το πεδίο της μνήμης, «συγκροτούν» τη
σταθερή στάση ζωής ως απάντηση στον τωρινό χρόνο, κοιτούν με το βλέμμα
στραμμένο στο κοντινό και επερχόμενο μέλλον, όχι με τον τρόπο της συνταύτισης με
τις προσδοκίες που γεννά και φέρει το μέλλον, αλλά μέσω και δια της συμπερίληψης
του ‘ήρεμου’ θανάτου, ενός θανάτου που αποτελεί «έργο» μίας σταθερής ζωής. Ο
ποιητής εξετάζει παράλληλα τη δική του πορεία στο χώρο και στο χρόνο, το δικό του
υπόκωφο πέρασμα από τη ζωή και τις εκφάνσεις της στην ποίηση ως τρόπο
συμπερίληψης των ανθρώπων, ως τρόπο θέασης του γίγνεσθαι. Ο Γιάννης Ρίτσος, ένας
ποιητής της εποχής του, τόνισε ιδιαίτερα την αξία της ποίησης σε δύσβατους καιρούς.
«Όλες μαζί: Τα καράβια φύγανε, οι άντρες μας φύγανε, τα παιδιά μας φύγανε-, δεν
ξέρουμε ποιος έφυγε, ποιος έμεινε, δεν ξέρουμε γιατί’ ρθάμε, γιατί μένουμε, γιατί
φεύγουμε, δεν ξέρουμε ποιος πνίγηκε στη θάλασσα, ποιος σκοτώθηκε στο βουνό, τι
απογίνανε οι άλλοι-τσουκνίδες φυτρώσανε στο καύκαλο τους; καβουρομάνες γεννάνε
τ’ αυγά τους στα πλευρά τους;- δεν ξέρουμε· ξεχάσαμε, του σκορπιού το δάγκωμα, το
καρφί στο κούτελο».1
Οι γερόντισσες, μεταξύ παύσης και φωνής, μεταξύ σιωπής και έντασης, αφηγούνται τα
τετελεσμένα με μία νοσταλγία επιστροφής στον γενέθλιο και αρχέγονο μύθο της ζωής:
«δεν ξέρουμε ποιος έφυγε, ποιος έμεινε, δεν ξέρουμε γιατί’ ρθάμε, γιατί μένουμε, γιατί
φεύγουμε», λένε. Είναι αυτή η αμφιβολία, ή ορθότερα μία τύποις γραμμική αφήγηση
που δεν ζητά απάντηση ή απαντήσεις. Τώρα, σε αυτό το πεδίο, σε αυτόν τον ‘χώρο’
σημασία έχουν η αφήγηση και η εξιστόρηση, η αναπαράσταση του μικρού νησιού και
της θάλασσας ως «μήτρες» της απώλειας και της απουσίας αγαπημένων και μη
προσώπων. Και ακριβώς στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου εμφιλοχωρεί η απώλεια,
φυσική-σωματική, η απώλεια ως απομάκρυνση και ως θάνατος.
Ο ποιητής δεν αναζητεί την κάθε φορά σημαντική απάντηση παρά αφήνει τον ποιητικό
του λόγο να ρέει αβίαστα, διατρέχοντας εκείνη την κρίσιμη ισορροπία σιωπής-
αφήγησης μεγάλων-ιστορικών γεγονότων και μικρών πράξεων. Η λυρικότητα της
αφήγησης δίνει τη θέση της σε αυτό που θα ονομάζαμε καθημερινό ρεαλισμό: εκεί
όπου ο Γιάννης Ρίτσος αντλεί έμπνευση από το καθημερινό μίας άλλοτε συμπαγούς
και άλλοτε θρυμματισμένης πορείας, από μικρά αντικείμενα μιας χρήσης, από την έξη
του ανθρώπου που διαβαίνει αποφασισμένος τις πύλες της μακροϊστορίας. Στη Σάμο
της ποιητικής «άνοιξης», η φωνή των γυναικών ακούγεται ως το «αντηχείο» της
συνείδησης που γνωρίζει ανά πάσα στιγμή ότι ελλοχεύει ο θάνατος.
Κι έρχεται η φωνή τους, η φωνή του ποιητή για να συμπαρασύρει παλαιά πρόσωπα και
μνήμες, φουρτουνιασμένες ιστορίες, πάθη. Γιατί η ποίηση του Γιάννη Ρίτσου
διακρίνεται για την ταυτοτική της σύνδεση με τις καθημερινές «μικροαγωνίες», η
πραγμάτωση της επιτελείται καθολικά, συμπυκνωμένα.
Στην ποίηση του, ο καθημερινός ρεαλισμός προσλαμβάνει τα χαρακτηριστικά της
συμπύκνωσης μίας συγκεκριμένης στάσης ζωής, επανεγγράφοντας και τις όρους ενός
διαρκούς επαναπροσδιορισμού της θέσης της ποίησης. Αυτός ο καθημερινός
ρεαλισμός είναι ιδιαίτερα έντονος και διάχυτος στο ποίημα του ‘οι γερόντισσες κι η
θάλασσα’. Οι γερόντισσες του Γιάννη Ρίτσου, σύνθετες και πολλαπλές φιγούρες, δεν
αντιμετωπίζουν το τραύμα της απώλειας «βουβά», καθηλωμένες στη στατικότητα που
γεννά η χρονική απόσταση.
Αντιθέτως, όλες μαζί και η καθεμία ξεχωριστά, ρίχνουν «αλάτι στην πηγή»,
ανασυγκροτούν τη μεγάλη εικόνα της οικογενειακής εστίας η οποία δεν έχει ως
συμβολικό επίκεντρο τον οίκο, αλλά τη θάλασσα που προσφέρει ζωή και θάνατο,
εγγράφουν στη μνήμη τους έναν έρωτα λιτό, άγριο και «σακατεμένο», επιτελούν
λειτουργίες μητρικής αναπαραγωγής, ανασυγκροτούν το κατακερματισμένο επίδικο:
δεν είναι η απλή επίκληση στην πρότερη και «συμμαζεμένη» ευτυχία, αλλά η
μνημονική υπόμνηση του πόνου που «γεννάται» από τη σταδιακή ευτυχία, η
υπόμνηση της αποδόμησης και της εκ νέου ανασυγκρότησης της ταυτότητας, η
υπόμνηση ενός διαρκούς χρέους προς ότι νοείται και ορίζεται ως παράδοση του τόπου,
πέρα και πάνω από τις όψεις μίας «ξεφτισμένης» εποχής.
Σε αυτή την περίπτωση, συντελείται μία αναπαράσταση του τοπίου: ο ποιητής, δίδει
στις γερόντισσες τα «εργαλεία» μίας σταδιακής και βαθμιαίας αντιστροφής της
τρέχουσας ροής. Οι γερόντισσες προχωρούν μαζί με την ιστορία, την αναπλάθουν και
την ανανοηματοδοτούν διαρκώς, χωρίς να της στερούν την ουσία της: πείνα και
πόλεμος, ελπίδα και μεταβολή, ηρωισμός και επικές πράξεις.
Πλέον, η θάλασσα μετασχηματίζεται σε έργο της συνένωσης ατομικοτήτων (επτά
γερόντισσες) και σε λόγο που δεν αναπολεί (απλά) νοσταλγικά, αλλά εγγράφει τις
τωρινές σημάνσεις της ιστορίας που διηγούνται οι γερόντισσες στο ‘πεδίο’ της
πολλαπλά σκεπτόμενης ποίησης, εκεί που οι «λέξεις πρέπει να καρφώνονται σαν
πρόκες», όπως θα έλεγε ο Μανόλης Αναγνωστάκης.
«Όλες μαζί: Κι αχ, τώρα μείναμε δωνάς να μασουλάμε με τα γυμνά μας ούλα το σάλιο
μας κι ουδέ μοιριολογάμε, ουδέ βαρυγκομάμε- ξεχασμένες απ’ το θάνατο-έρημες,
έρημες, και το σαγόνι μας τρεμάμενο κρέμεται πάνου απ’ τη ζωή σα μια ξεκολλημένη
πέτρα πάνου απ’ το πηγάδι».2
Δίχως να αίρουν τα στοιχεία εκείνα που τις συγκροτούν και τις συγκρατούν ταυτόχρονα
‘ταυτοτικά’, οι γερόντισσες πλοηγούν το λόγο τους τμηματικά, δίχως την ανασφάλεια
που «γεννά» η φυγή, δίχως την εικόνα της λύπης. Στέκονται εκεί, στο μεταίχμιο μεταξύ
φωτός και αβύσσου, αιωρούμενες στο κενό, υπενθυμίζοντας το σημαίνον που
«παράγει» η ποίηση: τη χαρτογράφηση της ολότητας, την κάλυψη του «κενού». Κι
αυτό ακριβώς κάνει η ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, λιτή μέσα στην ολότητα της, με
διαρκείς στιγμές έντασης, κορύφωσης και συμπύκνωσης των νοημάτων.

1 Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Οι γερόντισσες κι η θάλασσα’, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1989,
σελ.12.
2 Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Οι γερόντισσες κι η θάλασσα…ό.π, σελ. 21.

Μπάμπης Ζαφειράτος: Νικολάς Γκιγιέν 1967: Για πρώτη φορά στα ισπανικά η επίμονα ανθρωπιστική γραφή του Γιάννη Ρίτσου ‒ 9 ποιήματα από τις Μαρτυρίες και 1 από τις Ασκήσεις

Αβάνα 1966. Ο Νικολάς Γκιγιέν στο σπίτι του με τον Γιάννη Ρίτσο...
Αβάνα 1966. Ο Νικολάς Γκιγιέν στο σπίτι του με τον Γιάννη Ρίτσο…

Τον Νικολάς Γκιγιέν (Nicolás Cristóbal Guillén Batista, 10 Ιουλίου 1902, Καμαγουέι -16 Ιουλίου 1989, Αβάνα), εθνικό ποιητή της Κούβας, έναν «λαϊκό» ποιητή με τεράστια απήχηση στο λαό του, μας τον έμαθε πολύ πίσω στο χρόνο ο ανεξάντλητος Γιάννης Ρίτσος: Νικολάς Γκιλλιέν, Ο Μεγάλος Ζωολογικός Κήπος, Αθήνα, Θεμέλιο, 1966. 
Click ΕΔΩ για να δείτε ολόκληρο το άρθρο

Σίμος Ανδρονίδης: Στα διάκενα του χρόνου: η ποίηση του Γιάννη Ρίτσου ως αλήθεια

«Έρχονται μέρες με σύννεφα, σύρματα, βρεγμένα τζάμια,
σπασμένα λεωφορεία· πέφτουν στα πεζοδρόμια κίτρινα φύλλα·
η ανάμνηση μένει όρθια· το ποίημα, είπα, είναι η όρθια
ανάμνηση· το ποίημα είναι αναγέννηση, όχι ανάσταση» (Γιάννης
Ρίτσος, ‘Φρυκτωρία’).

Καθισμένος στον προσωπικό του ποιητικό του “θρόνο”, στη Σάμο, ο
Γιάννης Ρίτσος εμπνεόταν διαρκώς, συνέθετε ποίηση, προσέδιδε
στην ποίηση του τα χαρακτηριστικά της δικής του ζωής που μπορούν
να συνοψιστούν σε μία λέξη: αλήθεια. Κι αυτή η λέξη είναι ολόκληρο
το ποιητικό σύμπαν του Γιάννη Ρίτσου. Διατρέχει υπόγεια και
διαρκώς το ποιητικό του πράττειν, από τις περισσότερο προσωπικές
αφηγήσεις οι οποίες ”παράγουν” συμπυκνωμένο λόγο, την αίσθηση
του απολεσθέντος μεγαλείου, του “μύθου” που μετατρέπεται σε
ιδανικό και του ιδανικού που μετατρέπεται σε “μύθο”, την αίσθηση του
βάθους της ποίησης έως την ευρύτερη και ευρυγωνική κοινωνική-
ποιητική στάση, εκεί όπου εμφιλοχωρούν οι αλήθειες της δικής του
γενιάς: η αριστερή ιδεολογία, η ένταξη στο κόμμα, η ζύμωση μέσα
στους εργατικούς-ταξικούς αγώνες της εποχής, η ανανοηματοδότηση
αυτών των αγώνων μέσω της ποίησης του που στάθηκε και στέκεται
ως “μείζονα” αξία δίπλα στους κατατρεγμένους μίας εποχής, της κάθε
εποχής.

«Κάθε άνθρωπος παιδί μου έχει και τον καημό του γι’ αυτό σου λέω
δεν είσαι μόνος ούτε ο μόνος μια μικρή μουσική μπαίνει κάτω απ’ την
πόρτα μην ξεχνάς να την ακούσεις».1 Πραγματικά, θα μπορούσαμε
να αναφέρουμε πως η ποίηση του Γιάννη Ρίτσου ενσαρκώνεται ως
βιωμένο “εμείς”, ως κοινότητα κοινών παθών και αφηγήσεων.
Μονεμβασιά, Αθήνα, τόποι εξορίας, Σάμος: χώροι-σύμβολα όπου ο
ποιητής εξελίσσεται ως άνθρωπος και εξελίσσει την ποίηση του, τον
ποιητικό του λόγο, ο οποίος είναι τραγικός και λαϊκός,
συμπυκνωμένος και λιτός, “αιματηρός” και “γωνιακός”, αναπαριστά την
κινησιολογία του “χρόνου”.
Ο ποιητής από τη Μονεμβασιά σκιαγραφεί την ποίηση ως “αέναη”
καθημερινότητα, ως το απαύγασμα μίας πολιτικής στάσης απέναντι
στα πράγματα.

Στο δικό του ποιητικό βιόκοσμο κυριαρχούν οι αφηγήσεις, οι πυκνοί
«διάλογοι» που μετατρέπονται σε μονολόγους με την ιστορία, η
“γωνιακή” απεικόνιση του γίγνεσθαι: Σε αυτό ακριβώς το πεδίο
εκδίπλωσης της δράσης, ο ποιητής με το λόγο του διαπερνά τα
διάκενα του χρόνου, αίρει τις “ευθείες” του καιρού του, χρησιμοποιεί
την τέχνη της συνταύτισης προσωπικοτήτων, εναλλάσσει τα
“κινούμενα” σύμβολα με την πυκνή, «σιωπηλή» δράση, μετατοπίζει
διαρκώς και αναζητεί το ζητούμενο, το επίδικο, το οποίο άλλοτε
εμφιλοχωρεί ως ον και ως “είναι” στο πεδίο της κοινωνικής-ταξικής
πάλης και άλλοτε προσδοκά από την ποίηση την επαναφορά της
«φωνής» ως μνήμης, ως αναδιατύπωσης των συμβάντων, ως
συνομιλίας με τον καιρό-χρόνο.

Και τώρα, δεν του μένει παρά η συγκρότηση του «προσωπείου»:
«Τότε απ’ την κορυφή του γαλανότερου Όρους φάνηκε ν’ ανατέλλει η
χελώνα σελήνη εξαφτέρουγη, μαλαματένια, και να πλέει
αυτοσυγκεντρωμένη, αργόπρεπη πάνω απ’ την άγια οικουμένη. Ο
Σκοινοβάτης λάμποντας όλος, περπατούσε στο σκοινί του, κάτω απ’
τη σελήνη, με υπέροχη επιδεξιότητα που απόκρυβε και κίνδυνο και
μόχθο, ακόμη και τον άθλο της τέχνης. Κι εκείνη η κίνηση του, σαν
ταλάντευση από δυο πανάλαφρες φτερούγες, κι αυτός ο φόβος μέσα
μας: «θα πέσει, δε θα πέσει», «θα πέσει, δε θα πέσει», γίνονταν ένα
απέραντο, άτρωτο, βαθύ τραγούδι που γέμιζε μ’ εμπιστοσύνη όλη τη
νύχτα, όλο το χρόνο ως το απώτερο μέλλον, που γέμιζε ευφροσύνη
ως και τον ύπνο εκείνων που κοιμήθηκαν κιόλας στα ξύλινα χαγιάτια,
στα μπαλκόνια, στις ταράτσες, ή κατάχαμα στη χλόη».2

Το συγκεκριμένο ποιητικό απόσπασμα θα μπορούσε να
«επικοινωνεί» με το διήγημα “Στο Υπερώο” του Φραντς Κάφκα. Με
αυτόν τον τρόπο, προσλαμβάνει μία σαφή διακειμενικότητα, έτσι που
ο Σκοινοβάτης που κάνει περίτεχνες και επικίνδυνες φιγούρες να
παραπέμπει και να θυμίζει την ιππεύτρια του διηγήματος του Κάφκα,
που στεκόμενη πάνω στο άλογο στέκει θριαμβευτικά πάνω από μία
αόριστη και όμως τόσο συγκεκριμένη “απειλή”, πάνω από μία
θραυσματική ταυτότητα η οποία είναι ανθρώπινη και διαρκής,
“ελλαττωματική”, και όμως τόσο σίγουρη για τη δυνατότητα της να
αντιμετωπίσει τον “εχθρό” μέσω της ενεργοποίησης μίας
συγκεκριμένης αμυντικής στάσης, ήτοι της ίδιας της παράξενης
«λύτρωσης» μπροστά στο φόβο, μπροστά στην ανάγκη
αναπαραγωγής μίας αφήγησης που εκκινεί από τον «ψίθυρο» για να
καταλήξει στην περιγραφή του “Κράτους του ζόφου” (Λέων Τολστόι).

Ο Κάφκα δεν είναι απλά ο περιγραφικός συγγραφέας της Δυστοπίας
αλλά κύρια ο συγγραφέας των συναισθημάτων που “γεννά” η
Δυστοπία, του παραλυτικού φόβου μπροστά στη μηχανική της
αρνητικής εξέλιξης των πραγμάτων, του ίδιου του φασματικού
ειδώλου: η ζωή του ενός αντανακλά, μπροστά στον καθρέπτη,
μπροστά στο είδωλο την συστηματική άρση κάθε βεβαιωμένης
πράξης. Ακριβώς διότι η κάθε δεδομένη βεβαιότητα ενέχει και το
αντίθετο της. Η μηχανή συντελεί στην αποϋποκειμενοποίηση του
υποκειμένου.

Ο Σκοινοβάτης του Γιάννη Ρίτσου, με τις περίτεχνες, «λαμπρές» και
τόσο επικίνδυνες φιγούρες του, με τη ζωή του στα άκρα, προκαλεί
τον θαυμασμό, το φόβο αλλά και την περιέργεια όλων όσοι
παρακολουθούν. Την περιέργεια μπροστά στο “ανώφελο” του
εγχειρήματος, μπροστά στο γιατί της πράξης αυτής. Ο Σκοινοβάτης
συνεχίζει να προχωρά, όχι πάνω αλλά μέσα στη “μίκρο” αφήγηση του
παρόντος και του μέλλοντος, προχωρά, δια της “τετριμμένης” για τον
ίδιο, κίνησης μαζί με τους θεατές, διέλαθε της «προσοχής» της
πτώσης αλλά ζει με την πτώση, «κατακτά» τις γραμμές του κενού,
του άπειρου, που το «γεμίζει» με τη δράση του. Ο Σκοινοβάτης όπως
και η ιππεύτρια, λυτρώνεται δια της επιτέλεσης της πράξης, δια της
συγκαιρινής λειτουργίας του φόβου, δια της λύτρωσης μπροστά στο
φόβο. Ο ποιητής επενεργεί στην πράξη, συγκροτεί τη δική του
ποιητική και όχι μόνο αλήθεια, χαράζει τα όρια της κίνησης των
ανθρώπων: όρια που δεν αφήνονται στη μηχανική τελεολογία αλλά
μεταβάλλονται ανάλογα με την κίνηση των δρώντων. Ο Σκοινοβάτης
εκφράζει τη στιγμή που μετασχηματίζεται σε πράξη, σε πράξη όλων,
και, σε «μύηση» σε ότι προσδοκά ο άνθρωπος: το κυνήγι της
Σελήνης, τη Σελήνη ως υπέρβαση. Οι συμβολισμοί συμπυκνώνουν
το ίδιο το «απελευθερωτικό» περιεχόμενο της ποίησης.

Γιατί η ποίηση του Γιάννη Ρίτσου υπήρξε ακριβώς αυτό: η αναγωγή
στην κίνηση-πράξη, στη σταθερότητα που «παράγει» η κίνηση, στον
ορισμό των ορίων ως αυτών που είναι: άνθρωπος εν δράσει που τα
υπερβαίνει και τα μεταλλάσσει. Κάθε λέξη-έννοια δημιουργεί το δικό
της “χώρο”, αποκρυσταλλώνει έναν τόπο, ένα στόχο, ενώ, την ίδια
στιγμή η ποίηση του “ιδεολογικοποιεί” τη λειτουργία της τέχνης, της
τέχνης του γράφειν, την ίδια την τέχνη της ποίησης.

Κι αυτή η προσίδια “ιδεολογικοποίηση” είναι η διαλεκτική σύνθεση των
γεγονότων, η υποκειμενοποίηση και η ταυτόχρονη αντικειμενοποίηση
της στιγμής. Ο Σκοινοβάτης-ποιητής διαλέγει τη στιγμή της ζωής και
του θανάτου, επιλέγει ο ίδιος το πότε θα αποχωρήσει από τη σκηνή.
Γράφει ο Τζάστιν Τζαρά: «Αν οι λέξεις είναι σήματα και η γλώσσα
διατείνεται ότι οργανώνει τα σήματα αυτά για να επιτύχει την
επικοινωνία μεταξύ των ατόμων, είναι εξ ίσου αληθινό ότι η γλώσσα
στο σύνολο της αντιπροσωπεύει κάτι πολύ πιο βαθύ».3

Η πρωτοτυπία της ποίησης έγκειται στο εύρος των νοημάτων-
μηνυμάτων της, στο βάθος της γλώσσας, στην σύνθετη τεχνική
απόδοσης του κοινωνικοπολιτικού γίγνεσθαι, είναι τόσο «βαθιά» όσο
«βαθιά» είναι και η ανάγκη της διάχυσης-διάδοσης της, της έλξης που
δύναται να ασκήσει στους “από κάτω”. Περιγράφει αυτό που θα
αποκαλούσαμε κοινωνικό περιβάλλον με τον τρόπο, τη δύναμη και
την ωμότητα που το κάνει ο Μακάρ Αλεξέγιεβιτς στον “Φτωχόκοσμο”
του Ντοστογιέφσκι.

Με τα συμπυκνωμένα για τη λειτουργία και τη διάδραση της ποίησης,
λόγια του Βαγγέλη Χρόνη: «Μέσα από τον φράχτη αγνάντευε το
αντιφέγγισμα του φεγγαριού ακούγοντας τον φλοίσβο».4 Η ποίηση
του Γιάννη Ρίτσου είναι η άλλη απόδοση της αλήθειας και των
εκφάνσεων της.
Για αυτό ακριβώς το ποιητικό του έργο διαβάζεται και ως εξής: ως
έκκληση στον κάθε ένα με στόχο την αποτίναξη των σκοπιμοτήτων. Η
εν συνόλω ποίηση του αποτελεί μία ολότητα ακέραιας ευθύνης
μπροστά στον άνθρωπο-αναγνώστη, περιλαμβάνοντας τις
διαστρωματώσεις του προσωπικού εαυτού, του έρωτα ως ελευθερία,
της παραμονής και της σταθερότητας μπροστά στο αναπόφευκτο της
μεταβολής και του θανάτου, του παιγνίου με τον έναν και με τους
πολλούς, με το υποκείμενο που από μόνο του συνιστά μία τομή με
τους “γύρω” και με τους “δίπλα”. Με τον δικό του τρόπο,
μετασχημάτισε το ποιητικό του πράττειν σε έργο των “πολλών”, του
προσέδωσε τη μορφή και το περιεχόμενο της σύγκρουσης με τους
αρμούς της εξουσίας (η ποίηση ως «τυφέκιο» αλλαγής).

Κι είναι για αυτόν ακριβώς τον λόγο που η ποίηση του
“εδαφικοποιείται” και αποκρυσταλλώνεται στους ταξικούς και μη
αγώνες των δεκαετιών αιχμής: του 30′, του 40′, του 50΄ και έπεται
συνέχεια. Η συγκρότηση της ποιητικής του ταυτότητας δεν γίνεται
ανώδυνα, διότι για τον Γιάννη Ρίτσο, πριν και πάνω από όλα, η
ποίηση του είναι πόνος, πόνος σωματικός, βαθύς, που συνιστά την
άλλη του “φωνή”, τη συνήχηση της φωνής του μπροστά στην
τραγωδία. Κι ήξερε πάρα πολύ καλά, αυτό που ο Μαξίμ Γκόρκι
αναφέρει (μέσω της περσόνας του Νηλ), στο θεατρικό του έργο Οι
Μικροαστοί: “Τα δικαιώματα δεν τα δίνουν, τα δικαιώματα… τα
παίρνουν”.5

1 Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Διαφάνεια’, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1999, σελ. 15.
2 Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Ο Σκοινοβάτης και η Σελήνη’, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1999,
σελ. 219.
3 Βλέπε σχετικά, Τζαρά Τζάστιν, ‘Ο Υπερρεαλισμός και ο Μεταπόλεμος’, Μετάφραση:
Κουμανούδης Ν., Εκδόσεις Ύψιλον, Αθήνα, 1975, σελ. 51.
4 Βλέπε σχετικά, Χρόνης Βαγγέλης, ‘Το Αντιφέγγισμα του Φεγγαριού’, Ποιητική συλλογή: ‘Νέοι
στον ‘Άδη’, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2005, σελ. 48.
5 Βλέπε σχετικά, Γκόρκι Μαξίμ, ‘Οι Μικροαστοί’, Μετάφραση από τα Ρωσικά: Χαλαύτρη
Μαργαρίτα, Εκδόσεις Κοροντζής, Αθήνα, 2004, σελ. 130.

«Φιλοκτήτης» του Γιάννη Ρίτσου σε σκηνοθεσία Σίσσυς Παπαθανασίου

Στο «ELAIώNAS Festival 2016» παρακολουθήσαμε την performance «Φιλοκτήτης». Από τα πλέον εμπνευσμένα κείμενα, που συστεγάζονται στην «Τέταρτη Διάσταση» του Γιάννη Ρίτσου, ο «Φιλοκτήτης» (1965) αποτελεί

Πηγή: TVXS Κριτική – «Φιλοκτήτης» του Γιάννη Ρίτσου σε σκηνοθεσία Σίσσυς Παπαθανασίου | TVXS – TV Χωρίς Σύνορα

Γιώργος Παπαθανασίου: “Γιάννης Ρίτσος: Ο Οραματιστής – Ο Απόστολος της Ρωμιοσύνης”

papathanasiou
Γιώργος Παπαθανασίου

Με δέος και συναίσθηση θρησκευτικής ευλάβειας, παίρνω το λόγο -και πιστεύω θα με συγχωρούσε ο ποιητής- να γράψω δυο λόγια για τον μεγάλο μας ποιητή. Αλλά θα το κάνω. Όταν ο Ρίτσος μετέφρασε τον Μαγιακόφσκι, στην εισαγωγή έλεγε ότι για να κάνεις κριτική σε κάποιον σαν τον Μαγιακόφσκι, θα πρέπει να είσαι δάσκαλός του. Κι ότι αυτός δεν ήταν. Κι όμως …Τον συνάντησα στα εφηβικά μου χρόνια . Η πρώτη εντύπωση που μου προξένησε, ήταν ζεστή και οικεία. Το χαμόγελό του καθώς μου έγραφε τη διεύθυνσή του -με εκείνα τα βυζαντινά γράμματα – για να του στείλω τότε δικά μου ποιήματα -φανέρωνε έναν άνθρωπο που εξέπεμπε μια ηρεμία και μια αρχοντιά ταπεινή. Μέσα απ’ όλα αυτά που είχε περάσει στη ζωή του , διέκρινα μια στοχαστική και ήρεμη σοφία γεμάτη ευγένεια και καλοσύνη .Τον άκουσα να απαγγέλλει εκείνη την ημέρα στην εκδήλωση που διοργανώθηκε προς τιμήν του. Καρφίτσα δεν έπεφτε στο σινεμά. Ανάσα δεν ακουγόταν όταν η βαθιά και χρωματική φωνή του , μας απάγγειλε : <<Δε χρειάζεται να θυμηθείς. Το ξέρουμε. Όλα τα μονοπάτια βγάζουνε στα Ψηλαλώνια. Ο αγέρας είναι αψύς εκει πάνου.>> Συνέπαιρνε την ψυχή μου σαν να άκουγα ένα εμβατήριο κι ήμουνα έτοιμος να πολεμήσω με όλες μου τις δυνάμεις για τα μεγάλα ιδανικά σαν απλός στρατιώτης του ωραίου, του μεγάλου και του αληθινού. Ο Ρίτσος είχε όραμα. Σε κάθε γλυκοχάραμα, σε κάθε ανατολή, ο Ρίτσος έφερνε αυτή τη ζεστασιά και το φως του ήλιου , την ομορφιά της πλάσης και αυτή την νέα μέρα που ξεκινούσε με προσδοκίες, ελπίδες, χτυποκάρδια σαν να είναι το καθημερινό ψωμί μας .Είναι αγγελιοφόρος χαρμόσυνων μηνυμάτων. Είναι ο απόστολος μιας νέας αυγής που έχει αρχίσει να ξεμυτίζει . Θα τον πω απόστολο των εθνών και της οικουμένης. Με την πένα του , τα ποιήματά του γίνονται προκηρύξεις που ταξιδεύουν σε όλο τον κόσμο και σε πολλές γλώσσες. Γυρίζει τον κόσμο ο λόγος του και ξυπνάει ναρκωμένες συνειδήσεις. Είναι επικός. Είναι λυρικός. Είναι γνώστης της ανθρώπινης ψυχής. Καταλαβαίνει και παίρνει τον πόνο του ανθρώπου και τον γνωστοποιεί σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της οικουμένης. Μα ξέρει και να του δίνει κουράγιο. Η τρυφερότητα είναι μια άλλη του αρετή. Δίνει αξία στα πιο μικρά πράγματα γιατί πιστεύει πως σ’ αυτά βρίσκεται όλη η αξία της ζωής. Και πώς πίσω απ’ αυτά τα μικρά πράγματα , πίσω απ’ αυτές τις λέξεις , θα τον βρούμε. Ο Ρίτσος ζωντανεύει ένα φύλλο δέντρου, ένα αποτσίγαρο σβησμένο, ένα μυρμήγκι, ένα κουμπί που πρέπει να ράψεις με την επιμέλεια ενός μαθητευόμενου. Όλα έχουνε ψυχή σ’ αυτόν τον κόσμο. Ως κι οι πέτρες , που δε βολεύονται κάτω απ’ τα ξένα βήματα.
Ο Ρίτσος σού δείχνει καθαρά το δρόμο .Ποιος είναι ο δρόμος για τη λευτεριά του ανθρώπου; Ένας και μόνο ένας. Και χρειάζεται να παλέψεις ώσπου να κατακτήσεις τη λευτεριά. Με αυταπάρνηση. Για το καλό του συνόλου. Πίστευε στην κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Έβλεπε μπροστά σε νέους ορίζοντες που θα απελευθέρωναν τον άνθρωπο από τα δεσμά της τυραννίας . Ο Ρίτσος είχε ένθεη λατρεία για ένα όμορφο μέλλον που αξίζει να έχουν όλοι οι άνθρωποι. Αυτό τον ενθουσιασμό , μας μεταδίδει στην ψυχή καθώς μας μιλάει για το αύριο. Κι αν φαίνεται δύσκολο κατόρθωμα αυτό το αύριο, ο ποιητής δε το βάζει κάτω. Και πάλεψε σε όλη του τη ζωή γι’ αυτό. Λήμνος- Μακρόνησος- Άι -Στράτης -Γυάρος- Λέρος. Εξορίες, αρρώστιες, πένθος , δοκιμασίες , απογοητεύσεις , δεν μπόρεσαν να κάμψουν το ηθικό του Ρίτσου. Ο πατριάρχης των Ελληνικών γραμμάτων Κωστής Παλαμάς , κατάλαβε στα 78 του χρόνια πως ήρθε ο καιρός να δώσει τόπο στα νιάτα. “Το τραγούδι σου είν’ από ιχώρ κι είν’ από αιθέρα. Όρθρος καθαρής αυγής φέρνει την ημέρα. Γλήγορο αργοφλοίβισμα της γαλάζιας πλάσης. Να παραμερίσουμε για να περάσεις.” Ο Νερούντα όταν πήρε το Νόμπελ, το 1972, είπε: <<Ξέρω κάποιον άλλον με πιο πολλά προσόντα γι’ αυτή την τιμή:τον Γιάννη Ρίτσο>>. Ο Ρίτσος με το έργο του τίμησε τη Ρωμιοσύνη , τη χαροκαμένη μάνα, την αδερφή του Λούλα με ”το τραγούδι της αδελφής μου ”, την κόρη του Έρη με το ”Πρωινό άστρο”, υπόδειγμα τρυφερής αγάπης , τη γυναίκα του, τους φτωχούς, όλη την οικουμένη. Θα μπορούσα να πω τόσα πολλά για την αξία του Ρίτσου . Η Ελλάδα τραγουδάει τα λόγια του .Περνάει απ’ το ’36 και μετά η ιστορία μπροστά μας ως σήμερα. Και ο Ρίτσος υπογράφει συμβόλαιο με τις πανανθρώπινες αξίες , με τη χαρά ενός καινούριου αύριο, που πίστευε ακράδαντα πως ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΘΑ ΕΡΘΕΙ .
( 8 ΙΟΥΝΙΟΥ 2016 – Γιώργος Παπαθανασίου )

Αληθινά δάκρυα Μακρονήσου

Από την Αγγελική Κώττη // Πιάνουμε μια κουβέντα – κόβεται στη μέση./ Πάμε να χτίσουμε έναν τοίχο – δε μας αφήνουν να τελειώσουμε./ Και το τραγούδι μας κομμένο./ Ολα τ’ αποτελειώνε…

Πηγή: Αληθινά δάκρυα Μακρονήσου. – Ηχογραφώντας το βουητό της πόλης