Γιάννης Ρίτσος: Στο Υπερώον της ποίησης, ανέγγιχτος από την κόψη του θανάτου – 25 ποιήματα. Και ένα σημείωμα της Μποτίλιας (Του Μπάμπη Ζαφειράτου)
Το παράσημο, Προλετάριοι: Δυο άγνωστα ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου
Κάθε θέμα που ο Νίκος Σαραντάκος, θα θελήσει να θίξει, θα το ερευνήσει πάντα εξονυχιστικά.
Η προσέγγισή του, σοβαρή και υπεύθυνη. Η οξύνοια και η ευαισθησία του εντυπωσιακή.
Ομολογώ πως διαβάζοντας το μπλογκ του αισθάνομαι πάντα κερδισμένη, μια που πάντα κάτι μαθαίνω ή κάποια στρεβλή άποψη που είχα, διορθώνω.
Μεγάλη η χαρά μου λοιπόν, σήμερα, που μαζί με τον τόμο για τον Ρίτσο που κυκλοφόρησε η Καθημερινή, είχα την τύχη να διαβάσω και το παρακάτω άρθρο του για δυο άγνωστα νεανικά ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου.
Έρη Ρίτσου (4/5/14)
Παράξενες δοξαριές: ο άνθρωπος βιολί, o Γιάννης Ρίτσος, ο Ιωάννης Πολέμης και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (Της Πόλυς Χατζημανωλάκη)
Είδα πάλι χτες βράδυ το Γιάννη Ρίτσο, σε μια εκπομπή του αρχείου της Ερτ, με αφορμή την Πρωτομαγιά που εκείνος όρισε ως μέρα γέννησής του, να μιλά για τις πνευματικές του οφειλές, τους ποιητές και τα ποιήματα που τον έχουν επηρεάσει. Και βεβαίως μίλησε για τον Παλαμά, που όπως είπε ο ίδιος τον θαύμαζε και τον είχε πολύ ψηλά, παρά το ότι δεν τόλμησε να τον συναντήσει από συστολή και υπερβάλλοντα θαυμασμό ίσως, έτσι τουλάχιστον είπε στην εκπομπή, παρά το ότι ο Παλαμάς είχε γράψει το τόσο επαινετικό τετράστιχο με το «να παραμερίσουμε για να περάσεις». Εκτός από τον Καβάφη που πολύ αγαπούσε, ανέφερε και ένα ποίημα του Ιωάννη Πολέμη που τον επηρέασε πολύ και αυτόν και άλλους της γενιάς του: Το παλιό βιολί. Ένα ποίημα όπου ο ποιητής καλεί να ακούσομε «το παλιό βιολί» που φθαρμένο από τα χρόνια, φαγωμένο από το σαράκι είναι σε θέση γλυκύτερα και καλύτερα από τα πουλιά να λέει τα πάθη της καρδιάς και αυτά να σωπαίνουν. Σωπαίνουν το αηδόνι, ο γκιώνης για να του ακούσουν. Οσο δηλαδή παλιώνει και γίνεται σχεδόν κουφάρι, τόσο ομορφότερη και δυνατότερη γίνεται η φωνή του. Με τον ίδιο τρόπο και η αγάπη του ποιητή που ο ίδιος γερνά, παλιώνει, φθείρεται και τον τρώει το σαράκι δυναμώνει και ομορφαίνει και νικά το θάνατο και τον χρόνο…
Ο άνθρωπος βιολί λοιπόν, που ταυτίζεται με τις ιδιότητες ενός οργάνου που τόσο πολύ έχει επενδυθεί με παραδόσεις – ταυτίσεις, μυστικές συμφωνίες με το υπερπέραν για να θυμηθούμε το βιολί του Παγκανίνι και έχει την ιδιότητα να αναδίδει την ωραιότερη μελωδία ακόμα και στα όρια της φθοράς.
Δεν γνωρίζω κατά πόσον ο ποιητής ο Γιάννης Ρίτσος που ανέφερε αυτό το ποίημα, ένοιωσε ή ανέφερε μια τέτοια ταύτιση με το μουσικό όργανο αυτό. Ο ίδιος έπαιζε πιάνο. Μου φαίνεται φευγαλέα να τον άκουσα ότι έπαιζε και βιολί. Ίσως στο θέατρο του βουνού όπου είχε καταφύγει, ως ηθοποιός κατά την περίοδο της Αντίστασης. Αυτό μπορεί να επιβεβαιωθεί από τους βιογράφους του. Σκέπτομαι όμως μια άλλη περίεργη σχέση που τον συνδέει με το μουσικό αυτό όργανο και που ανακάλυψα στο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ο Πανδρολόγος. Εκεί αναφέρεται το βιολί του Φιλάρετου, ενός ταλαίπωρου βιολιστή που πέθανε άσημος (αγνωστότερος απ΄ όλους, εις μίαν γωνίαν του Α΄ νεκροταφείου.)
Για τον Φιλάρετο, «έλεγαν ότι τον είχε βλάψει το βιολί εις το στήθος, κι εντεύθεν έγινε φθισικός». Τι παράξενη σχέση του βιολιστή με την φθίση, την ασθένεια που έπληξε και τον ίδιο τον Γιάννη Ρίτσο και την οικογένειά του! (το σαράκι που έτρωγε το βιολί)
Παράξενη επίσης και η σχέση ταύτισης του Φιλάρετου με το βιολί του, που έπαιζε τις υπέροχες δοξαριές του για να ευχαριστήσει μόνο τον εαυτόν του και μάλιστα λένε «δεν επρόκειτο εδώ περί χορδίσματος βιολίου ή παντός οργάνου απλώς• επρόκειτο περί χορδίσματος ανθρώπου, το οποίον είναι όλως διάφορον πράγμα.»
Παραμερίζουμε ποιητή για να περάσεις – Γράφει ο Παύλος Δημητσάνος
Ένα από τα πιο δύσκολα εγχειρήματα είναι να μιλήσεις για την ποίηση.
Πάντα διακατέχεσαι από το συναίσθημα του δέους.
Μήπως πεις περισσότερα από όσα χρειάζεται.
Η πάλι μήπως πεις λιγότερα από όσα πρέπει.
Και αυτό το συναίσθημα δεν το λύνει ούτε η γνώση ούτε η δημοσιογραφική εμπειρία.
Και όταν πρόκειται για τον Γιάννη Ρίτσο αυτό το συναίσθημα θα συνοδεύει την κάθε σου λέξη.
Γιατί για να μιλήσεις για το Ρίτσο θα πρέπει να μιλήσεις για τον άνθρωπο, για τα βάσανα του και τα όνειρά του.
Και για να μιλήσεις για τον άνθρωπο θα πρέπει να τον έχεις αγαπήσει όπως τον αγάπησε ο Ρίτσος.
Με όλη σου την καρδιά.
Για να μιλήσεις για τον Ρίτσο θα πρέπει να έχεις στον νου σου την ιστορία της πάλης των τάξεων γιατί η ποίηση του Ρίτσου βρέθηκε πάντα παρούσα στις κορυφαίες στιγμές της.
Έτσι δεν γίνεται να ξεχωρίσεις την ποίηση αυτή σε πολιτική, ερωτική, υπαρξιακή.
Είναι σαν να μιλάς για το μυαλό και να αγνοείς την καρδιά. Σαν να μιλάς για τα δάκτυλα και να αγνοείς την παλάμη.
Γιατί δεν γίνεται να ξεχωρίσεις το σύννεφο και να μην δεις την καταιγίδα που φέρνει. Να επικεντρωθείς στο σεληνόφως και να μην δεις την ανυπότακτη πολιτεία.
Γιατί δεν γίνεται να ξεχωρίσεις την αναπνοή του Ρίτσου από τα κοινωνικά γεγονότα.
Για αυτό είναι δύσκολο να μιλήσεις για τον Ρίτσο παρά μόνο αν τον πλησιάσεις με την καρδιά σου. Και είναι αυτός ο δρόμος, ίσως ο μόνος δρόμος για να φτάσεις την υψηλή τέχνη.
Αφιέρωμα των εκδόσεων ΚΕΔΡΟΣ στον Γιάννη Ρίτσο & Διαγωνισμός
Αυτήν την εβδομάδα τιμούμε τον σπουδαίο ποιητή Γιάννη Ρίτσο με αφορμή την επέτειο της γέννησης του, την Πρωτομαγιά του 1909.
Στην ιστοσελίδα μας θα βρείτε ενδιαφέρουσες βιογραφικές πληροφορίες, αποσπάσματα από το έργο του, φωτογραφίες και οπτικοακουστικό υλικό –http://www.kedros.gr/writer.php?writers_id=27
Πεζογράφοι, ποιητές, κριτικοί και μελετητές της λογοτεχνίας (Γιώργος Μαρκόπουλος, Δημήτρης Κοσμόπουλος, Γιάννης Δούκας, Αγγελική Κώττη) αλλά και η κόρη του μεγάλου ποιητή, Έρη Ρίτσου, γράφουν για τη ζωή και την ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, καταδεικνύοντας τη διαχρονικότητα του έργου του.
Το αφιέρωμα συνοδεύεται όπως κάθε εβδομάδα από αντίστοιχο διαγωνισμό όπου ένας τυχερός αναγνώστης θα κερδίσει μετά από κλήρωση 14 βιβλία του Γιάννη Ρίτσου:
– Αργά πολύ αργά μέσα στη νύχτα
– Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας
– Διαφάνεια
– Εαρινή συμφωνία
– Επιτάφιος
– Η σονάτα του σεληνόφωτος
– Ημερολόγια εξορίας
-Πέτρες. Επαναλήψεις. Κιγκλίδωμα
– Πρωινό άστρο
– Το παράθυρο
– Το τραγούδι της αδελφής μου
– 3χ11 τρίστιχα
– Χρυσόθεμις
– Υπερώον
Για να συμμετάσχετε στο διαγωνισμό ακολουθήστε αυτόν το σύνδεσμο:https://apps.facebook.com/kedrosgrcontests
Ο διαγωνισμός θα διαρκέσει μέχρι την Τετάρτη 7 Μαΐου στις 12 το μεσημέρι ενώ ο νικητής θα ανακοινωθεί εντός της ίδιας ημέρας.
Ο Ρίτσος από την Πρωτομαγιά στα… κύματα
Τυλιγμένος στα κύματα μιας φουρτουνιασμένης θάλασσας κι ας ήταν κατακαλόκαιρο με έναν ήλιο θεόρατο πάνω από το Καρλόβασι Σάμου, θυμάται τον Γιάννη Ρίτσο η κόρη του η Ερη, μια μέρα σαν την αυριανή αφιερωμένη στη μνήμη του ποιητή της Ρωμιοσύνης, 24 χρόνια από το θάνατό του και 105 από τη γέννησή του.
Click ΕΔΩ για να διαβάσετε τη συνέντευξη της Έρης Ρίτσου στην ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Πόλυ Χατζημανωλάκη: Με το βλέμμα του Γιάννη Ρίτσου (παλίμψηστο – σκυταλοδρομία μνήμης)
Η αυτοκράτειρα Θεοδώρα στο προαύλιο της Παντάνασσας: αποτυπώνοντας την Πολιτεία της Ιστορίας/Εξορίας μας στις πέτρες της Καστροπολιτείας του Μυστρά
Η Θεοδώρα εμφανιζόταν τα πρωινά στο προαύλιο της Παντάνασσας
Από όλες τις εκκλησιές της Καστροπολιτείας του Μυστρά, προτιμούσε την πιο νοικοκυρεμένη και όχι την πιο αρχοντική, την πιο πρωτευουσιάνικη, αυτή που είχαν χτίσει για τα πριγκιπόπουλα, για τον ανθό της αυτοκρατορίας – λέμε τώρα – που έπρεπε να εκκλησιάζεται σε μια εκκλησία που να θυμίζει αυτές της Βασιλεύουσας.
Σάμπως η Καστροπολιτεία δεν φτιάχτηκε για να θυμίζει τη Βασιλεύουσα; Υποκατάστατο, αντίγραφο, αντ’ αυτής, σα να επρόκειτο η Κωνσταντινούπολη να αναληφθεί στους ουρανούς, ως Ουράνια Πολιτεία που ήταν, και να μείνει το χνάρι της στο βουνό του Μυζηθρά.
Ανάκτορα εκεί, ανάκτορα εδώ.
Αγια Σοφιά εκεί, Αγια Σοφιά εδώ.
Αυτά τα διπλά ονόματα, αυτή η αναδίπλωση της Ιστορίας στο χώρο και στο χρόνο, έκλειναν μέσα τους δυσοίωνα, από τη γέννησή τους, μια ερημιά που μαζί της δεν ήθελε να τα βάλει παρά μόνο ο ήλιος:
«Ήλιος κονταρομάχος της ερημιάς»
«Έτσι σε λίγες ώρες γέρασε» η Θεοδώρα αλλά έβγαινε πάντα « στο προαύλιο της Παντάνασσας για να σαπουνίσει το πουκάμισό της» μιλώντας στην καλόγρια που σφουγγάριζε την εκκλησία.
Όποιος πλησίαζε προσέχοντας να μη σκοντάψει στο μάρμαρο και στα «σκονισμένα σκοίνα» προσπαθώντας να συλλάβει την τυχαία και ασήμαντη λέξη από τη συζήτηση που θα έδινε σημασία απροσδόκητη στην κουβέντα τους, του φαινόταν πως άκουγε κάτι για τα χρυσά αυγά του κεραυνού, κάτι ότι θα φυσήξει τρεις και τσάμικο ή ότι θα δώσει μια και θα τραβήξει της αρκούδας το χαλκά να μας χορέψει τσάμικο. Αυτό το αρκούδας ίσως και να το φαντάστηκε , είχε διαβάσει βλέπετε την Ιστορία του Προκόπιου και γνώριζε για τον Ακάκιο… Και μετά η καλόγρια ήταν που έλεγε ευχαριστώ. Γιατί οι αρκούδες που γεράσανε το μόνο που έμαθαν είναι να λένε ευχαριστώ…
Μα πάλι δεν είχε σημασία που άσπρισαν τα μαλλιά της, καθώς η αυτοκράτειρα μιλούσε για τα
“αρχαία κλέη και τις δυσκολίες του νοικοκυριού, για την ακρίβεια του ψωμιού και της πατάτας. Πράγματα καθημερινά. Για την ακρίβεια των ασήμαντων πραγμάτων”
Τη στιγμή εκείνη καταλάβαινες ότι διψούσες πάντα στην Παντάνασσα και πρόσεχες το νερό, που η καλόγρια είχε φέρει από την κινστέρνα για τη σκάφη της αυτοκράτειρας – της την γέμιζε κάθε πρωί στο προαύλιο περιμένοντάς την να εμφανιστεί.
Και πιο πολύ πρόσεχες το πράσινο σαπούνι – ίδιο με κείνο που πλένουμε τα χέρια μας, κοιτούσες το πουκάμισο του εξόριστου που έπλενε η αυτοκράτειρα και«το σφουγγαρόπανο της καλόγριας, λωρίδες λωρίδες κομμένο από το ράσο του Παχώμιου, που το βάλαμε πένθος στο μανίκι εμείς που μπαλώσαμε [μ’ αυτό ] τις σκηνές του Αη Στράτη».
Άκουγες πάλι αυτή τη δίψα χρόνια τώρα, άκουγες την καρδιά σου τη διψασμένη να χτυπάει κάτου από την πέτρα.
Διέκρινες τότε πάνω στο βράχο τα φαρδιά χνάρια από τα πέλματα των στρατιωτών που τους είχαν οδηγήσει στο θάνατο με τόσο ήλιο και έσκυβες το κεφάλι.
«Τα χνάρια χαραγμένα στην πέτρα, /σαν το νόμο του Πλήθωνα Γεμιστού, /σαν τον μαρμαρωμένο δικέφαλο στο νάρθηκα /[που ] φθαρμένος από τα πέλματα χρόνων και χρόνων» ανήκαν πια στον σιωπηλό κόσμο των ορυκτών.
«Και οι εβδομήντα μάρτυρες [ανηφορίζουν] στην αγγαρεία της Μακρονήσου»
καθώς ο ποιητής ζωγράφιζε σε κάθε λιθάρι αυτού του τόπου τα μάτια και τα μεγάλα δάκρυα και τα γένια των Αγίων.
Περίβλεπτος, Παντάνασσα, Μητρόπολη, Κοίμηση φωτισμένες από την ίδια δίψα – χρόνια τώρα – του Μακρονησιού και της Πρωτομαγιάς και του μαρτυρίου – του άλλου Μαρτυρίου – που διέκρινες στα πρόσωπα των Αγίων στο τσιμέντο και στα πρόσωπα των νεκρών στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής…
« Ο Γιάννης Ρίτσος – ποιητής της τελευταίας προ Ανθρώπου εκατονταετίας», για δεύτερη φορά αποτύπωνε στο χάρτη της Κατροπολιτείας όχι μόνο τη Βασιλεύουσα αλλά μια άλλη, δική του και δική μας, Ουράνια Πολιτεία.
Χαραγμένη στην πέτρα, όπως με ουλές στις λαβωματιές στο πρόσωπο του κόσμου, ώστε μεθαύριο/που θα περνάνε μες στον ήλιο με σημαίες κι εργαλεία/ μπορεί και κάποιος να σταθεί μια σύντομη στιγμή και να ρωτήσει όχι ποιος έγραψε με αδέξια γράμματα αυτή την πινακίδα αλλά:
Αυτή είναι η πολιτεία του Ήλιου;
Αυτή είναι η δική του ουράνια πολιτεία
όπου τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο oυρανό;
..Και η εξόριστη Θεοδώρα να σαπουνίζει στη σκάφη της το πουκάμισό της…
Πόλυ Χατζημανωλάκη
ΥΓ1
Το κείμενο αυτό γράφτηκε μετά την πρόσκληση που απηύθυνε σε πολλούς μπλόγκερς η συγγραφέας – ερευνήτρια και βιογράφος του Γιάννη Ρίτσου – και συν – ιστολόγος (εαρινή συμφωνία) Αγγελική Κώττη. Η ιδέα είναι με συμβολικές αναρτήσεις αφιερωμένες στον ποιητή Γιάννη Ρίτσο να τιμήσουμε την ημερομηνία που ο ίδιος είχε κρατήσει ως ημερομηνία γέννησής του. Την ευχαριστώ και από δω για την τιμή και είμαι βεβαία ότι και άλλοι μπλόγκερς θα ανταποκριθούν στο κάλεσμά της.
ΥΓ2
Οι στίχοι με πλάγιους χαρακτήρες είναι από τα ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου:
Ρωμιοσύνη, η Αράχνη, η Σονάτα του Σεληνόφωτος
και Η δίψα στο Μυστρά ( στο: http://