“Διαβάζω ανάποδα τις λέξεις βρίσκω το σωστό νόημά τους” – Της Αγγελικής Κώττη

«Ομολογώ ότι έχω ζήσει». Πραγματικά εντυπωσιακός τίτλος για απομνημονεύματα. Ετσι είχε τιτλοφορήσει τα δικά του, ο Πάβλο Νερούδα. Οταν το είπα στον Γιάννη Ρίτσο, διόλου δεν συμμερίστηκε τον ενθουσιασμό μου. Αγαπούσε τον Νερούδα, όπως και τους ευρηματικούς τίτλους. Δεν αγαπούσε τα απομνημονεύματα. Οταν γράφεις για σένα, δεν αποφεύγεις την αυτοσυμπάθεια, συνήθιζε να λέει. Ο ίδιος, την απεχθανόταν βαθιά. Ως «ποιητής και επομένως δίκαιος» άρχιζε από τον εαυτό του.

Παρόλα ταύτα, είχε γράψει κάποια απομνημονεύματα, -ποιητικά πάντως- «ενός ήσυχου ανθρώπου που δεν ήξερε τίποτα». Εν ολίγοις, «Το τερατώδες αριστούργημα». Αριστούργημα τω όντι. Γραμμένο εξαρχής με αυτή τη στόφα. Μέσα σε πέντε μόλις ημέρες. Αστραπιαία. Απαράλλαχτα όπως ο «Επιτάφιος» και «Η σονάτα του σεληνόφωτος», ποιήματα της ίδιας σπουδαιότητας ως προς την Ποιητική του. «Το τερατώδες αριστούργημα», μια ποιητική σύνθεση απείρως πιο απειθάρχητη από τις δύο που προαναφέρθηκαν, έχει  στέρεες ρίζες στον σουρεαλισμό και στην αυτόματη γραφή. Εξαρχής φαίνεται πως αυτό δεν έγινε εμπρόθετα, το ίδιο το ποίημα επέβαλε τη γραφή και τη μορφή του. Γι’ αυτό άλλωστε και έχει  δικαιωθεί αισθητικά. Ακόμη και ο αρχικός τίτλος, «Το εξαμβλωματικό αριστούργημα» έχει μια σουρεαλιστική χροιά, χρήσιμη απολύτως για τη σύνθεση.

Λένε πως η ζωή των δημιουργών δεν πρέπει να μας ενδιαφέρει σε σχέση με το έργο τους. Ισως. Αλλά, εφόσον είναι σύγχρονοί μας, δεν μπορούμε να την παραβλέψουμε. Τι θα ήταν, φερ’ ειπείν, ο Γιάννης Ρίτσος χωρίς τις αρχοντικές του καταβολές; Ενας ποιητής- εργάτης (κατά κυριολεξίαν;) Θα έμενε η ποίησή του στο μέλλον ή θα είχε συνθλιβεί και συντριβεί με την πτώση του (υπάρξαντος;) σοσιαλισμού; Η Ιστορία δεν γράφεται φυσικά με το «αν». Ομως, μάλλον δύσκολα θα πιστέψουμε πως οι ποιητικές του απαρχές δεν τράφηκαν και από την καταγωγή του. Ο ίδιος, σε μια προσπάθεια άρνησής τους όχι και τόσο πειστική, αλλά πολύ δυναμική, γράφει:

«εντούτοις εμένα δε μ’ άρεσε να δίνω λεπτομέρειες της γενεαλογίας μου/ τι Βενετσιάνοι και καπεταναίοι Μονοβασιώτες και χωλοί τσιφούτηδες μεγαλογαιοκτήμονες κι αμάξια/ δεν ξέρω τίποτα μόνο το μέγα βράχο τις ελιές τ’ αμπέλια και τη θάλασσα ξέρω/ και τους ξερακιανούς αγρότες με τις ψάθες τους και τις μουστάκες ντάλα μεσημέρι του Αλωνάρη/»

Οπως ήδη θα προσέξατε από το απόσπασμα που προηγήθηκε, το ποίημα δεν έχει κανένα σημείο στίξης. Μάλιστα, ξεκινά με μικρό γράμμα και κλείνει χωρίς τελεία. Ετσι, που ο κάθε αναγνώστης να μπορεί να διαβάζει τα πάντα σε πλήρη ελευθερία.

Τα γνωστά θέματα του Ρίτσου, ο θάνατος και η αντιπαλότητα προς αυτόν, η επανάσταση, η οικογένειά του με τη δραματική μοίρα, οι άνθρωποι που αγάπησε και τον αγάπησαν, πάνω απ’ όλα και πριν απ’ όλα η ίδια η Ποίηση, είναι οι «κόκκινες κλωστές» στο «τερατώδες» στημόνι του. Κάποια περιστατικά, σφραγίζονται «με τη χρυσή πεντάλφα της αθανασίας στο μέτωπο» και ξεχωρίζουν, μέσα από μια ζωή αληθινά περιπετειώδη. Οσο για τον Ερωτα; Είναι κι εκείνος παρών, αλλά με κάποια συστολή θα λέγαμε. Ο ποιητής είναι εξομολογητικός σαν έφηβος σε άλλα έργα του. Εδώ, επειδή μιλά για τον εαυτό του, επειδή πλέον θα ήταν ευδιάκριτα τα πρόσωπα που σκιαγραφούνται (έστω και στην ίδια τη ματιά του) κρατά επτασφράγιστα πολλά μυστικά, μόνο και μόνο επειδή έχουν να κάνουν με άλλους ανθρώπους. Και το σέβεται.

Αρχίζει με την Επανάσταση. Δεν θα παραλείψει τις αναφορές στον Λένιν, στη Λούξεμπουργκ, στο θωρηκτό Ποτέμκιν, στον Μαγιακόφσκι (που «είχε αυτοκτονήσει») στο Σμόλνι, στο Κρεμλίνο. Θα καμαρώσει διαπιστώνοντας:

«και με φοβούνται στρατηγοί δικτάτορες συνταγματάρχες βασιλιάδες στρατοδίκες/ παρότι δεν έχω στην κωλότσεπη μπιστόλι/ ούτε γροθιά σιδερένια/ ούτε σουγιά να κόβω το ψωμί μου/ ούτε μπαστούνι ούτε γεράκι/ τίποτα τίποτα/ πάρεξ ένα τρεμάμενο χαμόγελο μπροστά στο θαύμα του κόσμου που ετοιμάζουν οι πραγματικοί επαναστάτες».

Δεν θα ξεχάσει, κατά βάσιν, τους συντρόφους, και μάλιστα τους εκτελεσμένους, τους σκοτωμένους σε μάχες, τους απόντες, γενικώς, επειδή  η γνώμη τους είναι η πλέον αδέκαστη

«γιατί αυτοί ακριβώς μάς θυμίζαν βαθύτερα τα γεγονότα και το χρέος μας/ γιατί αυτοί ακριβώς όντας νεκροί/ είταν οι μόνοι ανιδιοτελείς οι μόνοι αμνησίκακοι/ δε διεκδικούσαν αξιώματα τίτλους διαμερίσματα παράσημα/ ούτε καν ένα μνημείο από πλιθιά και μια γλάστρα από γεράνια» (ποιος λέει, λοιπόν, ότι ο Ρίτσος δεν κάνει κριτική;)

Η μητέρα που κρατούσε τα χλωμά της χέρια ένα μπουκέτο μενεξέδες και προσευχόταν στα ποιήματα που επρόκειτο να γράψει ο μικρότερος γιος της, ο «δύσκολος» πατέρας, τα αδέρφια (ο Μίμης με τη λίγη ζωή, η Νίνα με τις μεγάλες προσωπικές  δυσκολίες, η μικρή μητέρα του Λούλα με την κακή μοίρα,) άλλα πρόσωπα της οικογένειας, έρχονται ξανά και ξανά στους στίχους του. Μαζί οι δικές του αρρώστιες, με σαρκαστικό τρόπο (ευτυχώς ήρθαν οι αιμοπτύσεις να γλυτώσουμε απ’ τις άλγεβρες και να συλλογιστούμε απ’ τα μέσα) η ανέχεια, οι εξορίες, οι μάχες του («κι αντέστρεφα με κάποιαν ευκολία το θάνατο αλλά και με καχυποψία συνάμα»), τα διλήμματα και οι αμφιβολίες, οι διχασμοί (ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός του Ζτνάνωφ και δίπλα οι γάτες της Αχμάτοβα). Ορισμένα από τα πιο επιφανή γεγονότα της Ελλάδας και του βίου του, περιγράφονται καταιγιστικά.

Ο Ρίτσος ήταν σεμνός, όπως τα αρχαία αγάλματα, που κοιτάζουν πάντοτε χαμηλά. Ξέρει όμως πολύ καλά και την αξία του. Μια από τις ελάχιστες φορές που τον παρακολουθούμε να περιαυτολογεί, είναι σε τούτο το μακροσκελές ποίημα:

«και δες το χέρι μου είπε είναι αγιασμένο σε μιαν ένθεη όραση/ από τη μνήμη των γυμνών σωμάτων που μ’ ευλάβεια τάχει περπατήσει στους αιώνες των αιώνων/ έτσι να κάνω μια μικρή χειρονομία σου χτίζω έναν άνθρωπο» και «έχω μια αυτοκρατορία δική μου κάτω απ’ το κάθε μου νύχι».

Με αυτό το αγιασμένο χέρι κρατά τις λέξεις, που τον μεθούν, τον κάνουν να ονειρεύεται Ολυμπιακούς Αγώνες μεταξύ τους. Τις φιλά «πάνω στα χείλη του λαού και κλείνω τα μάτια» τις μαζεύει μία μία από τη λάσπη, τις πλένει με σαπούνι, τις στεγνώνει στον ήλιο,τις καπνίζει στο σκιόφως του Ερεχθείου. Αλλοτε, πάλι  δοκιμάζει να τις φτιάξει «βόλια που ίσως λέω μια μέρα να σκοτώσουνε την αδικία» (ο ποιητής- πολίτης πανταχού παρών).

Ο τελευταίος από τους βασικούς άξονες του «Τερατώδους αριστουργήματος» είναι ο Ερωτας. Οπως προείπα, είναι εξαιρετικά προσεκτικός και φειδωλός. Περιορίζεται σε γενικές διατυπώσεις του τύπου:

«γέρασα από μια νιότη απέραντη που δεν εννοεί να γεράσει/ όλο και περισσότερο περισσότερες γυναίκες μ’ αγαπάνε με γαλανά μάτια πολύ μεγαλωμένα από μαύρο κραγιόνι/ περισσότερα αγόρια με μακριά μαλλιά και τραγανά πηγούνια/ δεν ξέρω πώς να τα χωρέσω στις φλέβες μου και στις λέξεις».

Ισως, ακόμα, να μην αισθάνεται έτοιμος να πει τα πράγματα ακριβώς με τ’ όνομά τους, παρότι διατείνεται πως ήρθε η ώρα. Το «τερατώδες» γράφεται το 1977. Λίγα χρόνια μετά, θα νιώσει πιο απελευθερωμένος και θα γράψει τα πεζογραφήματα, που τόσο σάλο ξεσήκωσαν ανάμεσα σε κάποιους συντρόφους. Μάλλον θα αισθανόταν δικαιωμένος γιατί είχε αποφασίσει να κόψει, προσωρινά, τους παρακάτω στίχους, αν και τους έχει περιλάβει στην τελική γραφή με τη βεβαιότητα πως θα τυπωθούν σε μελλοντική έκδοση:

 «κουσκουσούρα σουσουράδα πορνοκόριτσο

τσιμπημένο κωλαράκι ροδορόδινο

άι σ’ αρπάζω στο κατάρτι σε ταΐζω λούπινα

τέτοια τραγανά χειλάκια σου που σούπινα

και σε γδύνω και σε γλείφω ρούπι ρούπι να

σου φορώ ένα γλάρο καπελάκι στο κεφάλι

σε κοιτάζω τσιτσιδούλα με το κανοκιάλι

κι από κείθε ας πάνε οι άλλοι»

 

Μήπως ήρθε πια ο καιρός;
*****
Το κείμενο φιλοξενήθηκε στο τεύχος 146 του περιοδικού «Οδός Πανός» που εκδίδει ο Γιώργος Χρονάς. Το συγκεκριμένο τεύχος ήταν αφιερωμένο στα 100 χρόνια από τη γέννηση του Γιάννη Ρίτσου (ΠΕΡΙΕΧΕΙ CD: Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΟΝΑΣ ΔΙΑΒΑΖΕΙ ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟ)
Εχουν γίνει ελάχιστες γλωσσικές αλλαγές από το δημοσιευμένο.

Γιάννης Ρίτσος: Στο Υπερώον της ποίησης, ανέγγιχτος από την κόψη του θανάτου – 25 ποιήματα. Και ένα σημείωμα της Μποτίλιας (Του Μπάμπη Ζαφειράτου)

Μάης 2014. Καιροί δίσεκτοι, θαμμένοι στην τέφρα. Κι ένας άλλος ΕπιτάφιοςΜάης κοντά στη γενέθλια ημερομηνία ενός 27χρονου τότε ποιητή–, που θα σηματοδοτήσει τον Ποιητή μας, δυστυχώς ξανακούγεται επίκαιρος.
Μπορεί να ηχεί υπερβολικό. Αλλά ας το ξανασκεφτούμε:
Χιλιάδες άνθρωποι στον τόπο μας (αλλά και σε άλλους τόπους του προηγμένου Δυτικού πολιτισμένου κόσμου) ζουν κάτω από τα όρια της φτώχειας, και στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν ποδοπατιούνται στις Λαϊκές Αγορές, όπου μοιράζεται το πρωτογενές πλεόνασμα της καπιταλιστικής μας ευμάρειας.

Το παράσημο, Προλετάριοι: Δυο άγνωστα ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου

Κάθε θέμα που ο Νίκος Σαραντάκος, θα θελήσει να θίξει, θα το ερευνήσει πάντα εξονυχιστικά. 
Η προσέγγισή του, σοβαρή και υπεύθυνη. Η οξύνοια και η ευαισθησία του εντυπωσιακή. 
Ομολογώ πως διαβάζοντας το μπλογκ του αισθάνομαι πάντα κερδισμένη, μια που πάντα κάτι μαθαίνω ή κάποια στρεβλή άποψη που είχα, διορθώνω.
Μεγάλη η χαρά μου λοιπόν, σήμερα, που μαζί με τον τόμο για τον Ρίτσο που κυκλοφόρησε η Καθημερινή, είχα την τύχη να διαβάσω και το παρακάτω άρθρο του για δυο άγνωστα νεανικά ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου.
Έρη Ρίτσου (4/5/14)

Παράξενες δοξαριές: ο άνθρωπος βιολί, o Γιάννης Ρίτσος, ο Ιωάννης Πολέμης και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (Της Πόλυς Χατζημανωλάκη)

Είδα πάλι χτες βράδυ το Γιάννη Ρίτσο, σε μια εκπομπή του αρχείου της Ερτ, με αφορμή την Πρωτομαγιά που εκείνος όρισε ως μέρα γέννησής του, να μιλά για τις πνευματικές του οφειλές, τους ποιητές και τα ποιήματα που τον έχουν επηρεάσει. Και βεβαίως μίλησε για τον Παλαμά, που όπως είπε ο ίδιος τον θαύμαζε και τον είχε πολύ ψηλά, παρά το ότι δεν τόλμησε να τον συναντήσει από συστολή και υπερβάλλοντα θαυμασμό ίσως, έτσι τουλάχιστον είπε στην εκπομπή, παρά το ότι ο Παλαμάς είχε γράψει το τόσο επαινετικό τετράστιχο με το «να παραμερίσουμε για να περάσεις». Εκτός από τον Καβάφη που πολύ αγαπούσε, ανέφερε και ένα ποίημα του Ιωάννη Πολέμη που τον επηρέασε πολύ και αυτόν και άλλους της γενιάς του: Το παλιό βιολί. Ένα ποίημα όπου ο ποιητής καλεί να ακούσομε «το παλιό βιολί» που φθαρμένο από τα χρόνια, φαγωμένο από το σαράκι είναι σε θέση γλυκύτερα και καλύτερα από τα πουλιά να λέει τα πάθη της καρδιάς και αυτά να σωπαίνουν. Σωπαίνουν το αηδόνι, ο γκιώνης για να του ακούσουν. Οσο δηλαδή παλιώνει και γίνεται σχεδόν κουφάρι, τόσο ομορφότερη και δυνατότερη γίνεται η φωνή του. Με τον ίδιο τρόπο και η αγάπη του ποιητή που ο ίδιος γερνά, παλιώνει, φθείρεται και τον τρώει το σαράκι δυναμώνει και ομορφαίνει και νικά το θάνατο και τον χρόνο…
Ο άνθρωπος βιολί λοιπόν, που ταυτίζεται με τις ιδιότητες ενός οργάνου που τόσο πολύ έχει επενδυθεί με παραδόσεις – ταυτίσεις, μυστικές συμφωνίες με το υπερπέραν για να θυμηθούμε το βιολί του Παγκανίνι και έχει την ιδιότητα να αναδίδει την ωραιότερη μελωδία ακόμα και στα όρια της φθοράς.
Δεν γνωρίζω κατά πόσον ο ποιητής ο Γιάννης Ρίτσος που ανέφερε αυτό το ποίημα, ένοιωσε ή ανέφερε μια τέτοια ταύτιση με το μουσικό όργανο αυτό. Ο ίδιος έπαιζε πιάνο. Μου φαίνεται φευγαλέα να τον άκουσα ότι έπαιζε και βιολί. Ίσως στο θέατρο του βουνού όπου είχε καταφύγει, ως ηθοποιός κατά την περίοδο της Αντίστασης. Αυτό μπορεί να επιβεβαιωθεί από τους βιογράφους του. Σκέπτομαι όμως μια άλλη περίεργη σχέση που τον συνδέει με το μουσικό αυτό όργανο και που ανακάλυψα στο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ο Πανδρολόγος. Εκεί αναφέρεται το βιολί του Φιλάρετου, ενός ταλαίπωρου βιολιστή που πέθανε άσημος (αγνωστότερος απ΄ όλους, εις μίαν γωνίαν του Α΄ νεκροταφείου.)
Για τον Φιλάρετο, «έλεγαν ότι τον είχε βλάψει το βιολί εις το στήθος, κι εντεύθεν έγινε φθισικός». Τι παράξενη σχέση του βιολιστή με την φθίση, την ασθένεια που έπληξε και τον ίδιο τον Γιάννη Ρίτσο και την οικογένειά του! (το σαράκι που έτρωγε το βιολί)
Παράξενη επίσης και η σχέση ταύτισης του Φιλάρετου με το βιολί του, που έπαιζε τις υπέροχες δοξαριές του για να ευχαριστήσει μόνο τον εαυτόν του και μάλιστα λένε «δεν επρόκειτο εδώ περί χορδίσματος βιολίου ή παντός οργάνου απλώς• επρόκειτο περί χορδίσματος ανθρώπου, το οποίον είναι όλως διάφορον πράγμα.»

Παραμερίζουμε ποιητή για να περάσεις – Γράφει ο Παύλος Δημητσάνος

Ένα από τα πιο δύσκολα εγχειρήματα είναι να μιλήσεις για την ποίηση.

Πάντα διακατέχεσαι από το συναίσθημα του δέους.

Μήπως πεις περισσότερα από όσα χρειάζεται.

Η πάλι μήπως πεις λιγότερα από όσα πρέπει.

Και αυτό το συναίσθημα δεν το λύνει ούτε η γνώση ούτε η δημοσιογραφική εμπειρία.

Και όταν πρόκειται για τον Γιάννη Ρίτσο αυτό το συναίσθημα θα συνοδεύει την κάθε σου λέξη.

Γιατί για να μιλήσεις για το Ρίτσο θα πρέπει να μιλήσεις για τον άνθρωπο, για τα βάσανα του και τα όνειρά του.

Και για να μιλήσεις για τον άνθρωπο θα πρέπει να τον έχεις αγαπήσει όπως τον αγάπησε ο Ρίτσος.

Με όλη σου την καρδιά.

Για να μιλήσεις για τον Ρίτσο θα πρέπει να έχεις στον νου σου την ιστορία της πάλης των τάξεων γιατί η ποίηση του Ρίτσου βρέθηκε πάντα παρούσα στις κορυφαίες στιγμές της.

Έτσι δεν γίνεται να ξεχωρίσεις την ποίηση αυτή σε πολιτική, ερωτική, υπαρξιακή.

Είναι σαν να μιλάς για το μυαλό και να αγνοείς την καρδιά. Σαν να μιλάς για τα δάκτυλα και να αγνοείς την παλάμη.

Γιατί δεν γίνεται να ξεχωρίσεις το σύννεφο και να μην δεις την καταιγίδα που φέρνει. Να επικεντρωθείς στο σεληνόφως και να μην δεις την ανυπότακτη πολιτεία.

Γιατί δεν γίνεται να ξεχωρίσεις την αναπνοή του Ρίτσου από τα κοινωνικά γεγονότα.

Για αυτό είναι δύσκολο να μιλήσεις για τον Ρίτσο παρά μόνο αν τον πλησιάσεις με την καρδιά σου. Και είναι αυτός ο δρόμος, ίσως ο μόνος δρόμος για να φτάσεις την υψηλή τέχνη.

ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΕΔΩ

Αφιέρωμα των εκδόσεων ΚΕΔΡΟΣ στον Γιάννη Ρίτσο & Διαγωνισμός

Αυτήν την εβδομάδα τιμούμε τον σπουδαίο ποιητή Γιάννη Ρίτσο με αφορμή την επέτειο της γέννησης του, την Πρωτομαγιά του 1909.

Στην ιστοσελίδα μας θα βρείτε ενδιαφέρουσες βιογραφικές πληροφορίες, αποσπάσματα από το έργο του, φωτογραφίες και οπτικοακουστικό υλικό –http://www.kedros.gr/writer.php?writers_id=27

Πεζογράφοι, ποιητές, κριτικοί και μελετητές της λογοτεχνίας (Γιώργος Μαρκόπουλος, Δημήτρης Κοσμόπουλος, Γιάννης Δούκας, Αγγελική Κώττη) αλλά και η κόρη του μεγάλου ποιητή, Έρη Ρίτσου, γράφουν για τη ζωή και την ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, καταδεικνύοντας τη διαχρονικότητα του έργου του.

Το αφιέρωμα συνοδεύεται όπως κάθε εβδομάδα από αντίστοιχο διαγωνισμό όπου ένας τυχερός αναγνώστης θα κερδίσει μετά από κλήρωση 14 βιβλία του Γιάννη Ρίτσου:

– Αργά πολύ αργά μέσα στη νύχτα
– Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας
– Διαφάνεια
– Εαρινή συμφωνία
– Επιτάφιος
– Η σονάτα του σεληνόφωτος
– Ημερολόγια εξορίας
-Πέτρες. Επαναλήψεις. Κιγκλίδωμα
– Πρωινό άστρο
– Το παράθυρο
– Το τραγούδι της αδελφής μου
– 3χ11 τρίστιχα
– Χρυσόθεμις
– Υπερώον

Για να συμμετάσχετε στο διαγωνισμό ακολουθήστε αυτόν το σύνδεσμο:https://apps.facebook.com/kedrosgrcontests

Ο διαγωνισμός θα διαρκέσει μέχρι την Τετάρτη 7 Μαΐου στις 12 το μεσημέρι ενώ ο νικητής θα ανακοινωθεί εντός της ίδιας ημέρας.

http://www.kedros.gr/writer.php?writers_id=27