Σίμος Ανδρονίδης: Ο θεατρικός Ρίτσος

ritsospoihmatah
Ρίτσος Γιάννης, ‘Εντευκτήριο’, Ποιήματα Η’, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1999

Β’ Γυναίκα: «Στο σκοτεινό δωμάτιο ήσυχη η αναπνοή του καθρέφτη ανεπηρέαστη απ’ την έξω συμπαγή συνωμοσία του φεγγαριού και των δέντρων» (Γιάννης Ρίτσος, ‘Εντευκτήριο’).

Ο πάντα επίκαιρος Γιάννης Ρίτσος λειτούργησε και ως εν δυνάμει θεατρικός συγγραφέας. Σε αρκετές ποιητικές του συνθέσεις, η θεατρική δομή και το θεατρικό ύφος συγκροτούν τον ποιητικό λόγο και το ποιητικό «μήνυμα». Ο Γιάννης Ρίτσος αναπλάθει τους αρχαίους μύθους, προσδίδοντας τους την «χωροχρονική» διάσταση του καιρού του, ενώ, την ίδια στιγμή, και μέσα από κάθε λέξη και πράξη, ποιεί «θεατρικότητα». Η θεμελιώδης  θεατρικότητα του Γιάννη Ρίτσου συνθέτει και συγκροτεί μία νέα ενεργητική αντίληψη περί ποιητικής τέχνης, εκεί όπου οι ίδιες οι αποκρυσταλλώσεις του αρχαίου δράματος απηχούν τις ποιητικές επισημάνσεις του Γιάννη Ρίτσου. Οι θεατρικοί ήρωες του Γιάννη Ρίτσου είναι «πολλαπλοί» και καίριοι, «σιωπηλοί» και ενεργητικοί, αναζητώντας όχι απλά την υπέρβαση των κανόνων που διέπουν την ζωή τους, αλλά την ποιητική λέξη και πράξη που θα δικαιώσει, εις το διηνεκές, αυτή την υπέρβαση.

Ο ποιητής «εργαλειοποιεί» με έναν αριστοτεχνικό τρόπο τις θεατρικές συνηχήσεις της ποίησης, λειτουργώντας ως ένα «αντηχείο» που επιδιώκει να συμπυκνώσει σε «ρέον» λόγο την τραγικότητα των περιστάσεων και του καιρού του. Κι αυτό ακριβώς είναι το σημαίνον του ποιητή: δεν προλέγει απλώς την τραγικότητα, δεν την μεταπλάθει σε άφθαρτο ηρωισμό, αλλά κύρια την «εγκιβωτίζει» μέσα στη ρέουσα αφήγηση και συνθήκη της ζωής, «μορφοποιώντας» την στη μορφή του ανθρώπου που, μέσα από τις αντιφάσεις του, προχωρά ακατάπαυστα μπροστά.

Στο σπουδαίο του ποίημα Ρωμιοσύνη, το τοπίο που αρχικά παραπέμπει στη «γυμνή» σιωπή και στις εικόνες της φύσης, λειτουργεί ως προείκασμα μίας θεατρικής σκηνής, πάνω στην οποία θα πρωταγωνιστήσουν οι «ζώντες» ηθοποιοί που, κινούμενοι, συμβάλλουν στην αλλαγή νοηματοδότησης του ίδιου του κοινωνικού και πολιτικού γίγνεσθαι. στη Ρωμιοσύνη ο  σκηνοθέτης-ποιητής δίνει «χώρο» και λόγο στους ηθοποιούς του, δίνει χώρο στη «σιωπηρή» κίνηση και στην αλληλουχία των εικόνων. Η θεατρικότητα της Ρωμιοσύνης έγκειται σε αυτό που είμαστε και σε αυτό που μπορούμε να γίνουμε. Με αυτόν τον τρόπο, το ήδη διαμορφωμένο παρόν δεν προοικονομεί το μέλλον και την μέλλουσα ανθρώπινη συνθήκη και πράξη.

«Αυτό το χώμα που είναι το δικό τους και δικό μας» αντλεί στέρεο υλικό από την θεμελιώδη «χαρτογράφηση» των ανθρώπινων χαρακτήρων, βασικό συστατικό των οποίων είναι η κίνηση προς τα εμπρός. Ο Γιάννης Ρίτσος προσδίδει βάθος στους αφανείς (και μη αφανείς) δρώντες, με τον τρόπο που ο μεγάλος William Shakespeare προσδίδει βάθος και εύρος στους θεατρικούς του χαρακτήρες και στην ίδια την τραγικότητα της ζωής. Ο Γιάννης Ρίτσος δεν συγκροτεί τους χαρακτήρες του ηρωικά, αλλά καθημερινά. Και είναι ακριβώς αυτή η καθημερινότητα τους που τους καθιστά ικανούς για την  δομική μεταβολή των κοινωνικών συνθηκών.

Η ίδια η ποίηση του είναι βαθιά «γειωμένη» μέσα στη γη, ήτοι μέσα στο πεδίο της κοινωνικής ολότητας. Αυτή  η βαθιά «γειωμένη»  ποίηση μας αποκαλύπτει πρωτίστως το ήθος και το ύφος του ποιητή. Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος δεν αναιρεί καθόλου τον θεατρικό Γιάννη Ρίτσο. Στο ποιητικό του πράττειν ενυπάρχει και ενσωματώνεται οργανικά και αρμονικά η θεατρική διάσταση της «χαρτογράφησης» των ανθρώπινων χαρακτήρων και των κοινωνικών συνθηκών.

Η θεατρική συνθήκη αντλεί καθημερινή έμπνευση από τις «ρηγματώσεις» της ζωής. Ο ηθοποιός, χρησιμοποιώντας ως βασικό ερμηνευτικό εργαλείο το σώμα του, διαμορφώνει στάσεις, νοήματα και αξίες. Δεν μιμείται απλώς, αλλά διευρύνει τους ορίζοντες του πεπερασμένου κόσμου. Με αυτόν τον τρόπο λειτουργεί και η άμεση ή και έμμεση θεατρικότητα της ποίησης του Γιάννη Ρίτσου. Διευρύνει τους ορίζοντες του πεπερασμένου κόσμου ώστε ακριβώς να λειτουργεί ως εργαλείο ανάλυσης του κοινωνικά πολλαπλού που μας περιβάλλει. Το θέατρο είναι η επανεφεύρεση του κόσμου μας. Έτσι ακριβώς και η ποίηση δύναται να επανεγγράψει στο κοινωνικό φαντασιακό συστατικά όπως η στοχαστική αντίληψη και η εμβάθυνση.

Λέει η Α’ Γυναίκα στο ‘Εντευκτήριο’ του Γιάννη Ρίτσου: «Ω, πράγματα πολύτιμα που τα κρατάμε μές στη φούχτα μας και λείπουν. Στον τοίχο βλέπω κίτρινες κηλίδες όμοιες βουλιαγμένες χερσονήσους. Ένα στενόμακρο φεγγάρι είναι πιασμένο στο δίχτυ της αράχνης». Συμπληρώνει η Β’ Γυναίκα: «Έρχονται πάλι μεγάλες βροχές· γεμίζουν οι λακκούβες του δρόμου. Πλάτς, πλάτς, μες στη λάσπη λεωφορεία, ποδήλατα, ο πλανόδιος μουσικός με το βιολί του, οι μικροπωλητές με τα πανέρια τους, διαβάτες με σηκωμένα μπατζάκια, γυναίκες με ψώνια και ομπρέλες, πιεσμένες από ‘ναν χαμηλό ουρανό κι από την έγνοια τους μη και γλιστρήσουν. Κοιτάω απ’ τα τζάμια του παράθυρου. Ω, ανόητοι, λέω, τι προφυλάξεις μέσα στο απροφύλαχτο· κάλτσες, παπούτσια, ποδάρια μουσκεμένα,- αν αφεθείς μπορεί και να γίνεις νερό, να κυλήσεις ποτάμι, καθάριο νερό, σέρνοντας πίσω σου χιλιάδες ομπρέλες- οι πιότερες μαύρες- σέρνοντας και το Τρίτο Λουλούδι πάνω σ’ ένα άδειο πακέτο τσιγάρα, αυτό που επιπλέει χωρίς κατεύθυνση και λάμπει».

Και οι δύο γυναίκες προσλαμβάνουν τα θεατρικά χαρακτηριστικά διήγησης των τετριμμένων της καθημερινότητας. Πραγματικά, ο Γιάννης Ρίτσος «στήνει», με έξοχο τρόπο τους ηθοποιούς τους της δική τους ποιητικής-θεατρικής παράστασης. Γυναίκες που μιλάνε, που κινούνται, που γίνονται «μεταφορείς» μύχιων πόθων και συναισθημάτων, που εμβαθύνουν στο ακέραιο και στην ακεραιότητα της ύπαρξης, που φορούν το «προσωπείο» της ύπαρξης, της ύπαρξης που «τονίζεται» μέσω της ομιλίας και του βαθέος αισθήματος. «Ω, πράγματα πολύτιμα που τα κρατάμε μες στη φούχτα μας και λείπουν». Αυτό θα μπορούσε να είναι το καθημερινό απόσταγμα της ποίησης, της θεατρικής ποίησης του Γιάννη Ρίτσου. Το κενό της απώλειας «γεμίζει» μέσω της ποίησης και της αλληλεπίδρασης δύο γυναικών που αναζητούν εκείνες τις πλέριες σημασιοδοτήσεις της ύπαρξης. Η κάθε λέξη, η κάθε επιτηδευμένη λέξη, στήνεται θεατρικά, θαρρείς και μία θεατρική παράσταση, που περιλαμβάνει πολύ κόσμο, περνά από μπροστά μας. Και μετά από την βροχή που «σκεπάζει» τα πάντα, αχνοφαίνεται ο απόηχος των λέξεων, των οικείων και των καθημερινών λέξεων που συντροφεύουν την ζωή αυτών των δύο γυναικών, όλων των γυναικών.

Η γυναίκα στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου στέκει ακέραια και έτοιμη, έτοιμη να αγαπήσει και να αγαπηθεί, να δώσει και να πάρει, να μας «ξεδιψάσει» με την δύναμη της πράξης της και της αγάπης της, με την πειθώ που επιβάλλουν τα νοήματα και οι μεγάλες αξίες. Ο Γιάννης Ρίτσος αποκαλύπτει τις πολλαπλές σημάνσεις της ποίησης του. Όρθιος και αγέρωχος, κάνει πράξη το αξίωμα του ποιητή: «πάντα ανοιχτά, πάντα άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου». Η ποίηση του «κανονικοποιείται» στον μακρινό ορίζοντα, στο γαλάζιο του ουρανού και της θάλασσας, στο βάθος του ουράνιου τόξου και στη θεατρική απόδοση της ανθρώπινης ύπαρξης.

1. Βλ. σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Εντευκτήριο’, Ποιήματα Η’, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1999, σελ. 101.

Σίμος Ανδρονίδης: Γιάννης Ρίτσος: ‘το γυμνό δέντρο’

«Ιδού, το τραπέζι όπου έγραφες τα επιούσια ποιήματα, – το τρύπησαν οι σφαίρες, το ‘φάγε ο ξυλοφάγος. Τις νύχτες, πολλές φορές ηχεί σαν φλάουτο, και, κάποτε, περασμένα μεσάνυχτα, έρχεται η θεία Ουρανία, αφήνει στο τραπέζι τη λευκή της τσάντα, τα λευκά της γάντια, τα πέντε της βραχιόλια και πλαγιάζει στο πλάι σου. Εσύ κάνεις πως κοιμάσαι, μα ίσως και να κοιμάσαι αλήθεια, -ποιος ξέρει»; (Γιάννης Ρίτσος, ‘Τραπέζι εργασίας’).

Αυτό είναι το παντοτινό εύρος της ποίησης του Γιάννη Ρίτσου. Εκεί που τα ίδια τα δάκρυα νοηματοδοτούν τις λέξεις, τις κατατεθειμένες στο χαρτί

Η ποιητική συλλογή του Γιάννη Ρίτσου ‘το γυμνό δέντρο’ αποτελεί το απόσταγμα της μακρόχρονης ποιητικής του πορείας στο χώρο και στον χρόνο. ‘Το γυμνό δέντρο’ είναι μικρό σε έκταση, αλλά πλούσιο σε «εγχάρακτες» αξίες που νοηματοδοτούν το εύρος της ποίησης και της ποιητικής πράξης του Γιάννη Ρίτσου. Πολλές φορές, ενυπάρχει η τάση, όχι της απόκρυψης, αλλά της βιαστικής «προσπέρασης» των μικρών ποιητικών ιστοριών του Γιάννη Ρίτσου. Κι όμως, η ποίηση του Ρίτσου είναι ένας ολόκληρος κόσμος φανερών συμβολισμών και «κρυμμένων» νοημάτων που μας καλεί να τον γνωρίσουμε και να τον κάνουμε κτήμα μας. Κι αυτό συμβαίνει ακριβώς διότι το μέτρο της ποίησης του είναι βαθιά ανθρώπινο, πρόδρομος δείκτης μίας πρωταρχικής ποιητικής συσσώρευσης που οδηγεί στην γνώση του οικουμενικού.

Η ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, «πέρασε» μέσα από τις συμπληγάδες του καιρού του, ανήγαγε την ποίηση σε μορφή θεατρικής πρόζας, διαμόρφωσε ένα νέο ήθος «άσκησης» της ποιητικής  πράξης, κινητοποίησε το σώμα και τον νου, εκεί όπου το σώμα «πάσχει» και ο νους δημιουργεί. Μέσα από μία μακρόχρονη πορεία, ο ποιητής φθάνει στο δικό του ‘γυμνό δέντρο’, για να εναποθέσει εκεί στοχασμούς και αναπολήσεις. Το δικό του ποιητικό παρόν έχει το βλέμμα του στραμμένο στο μέλλον.

«Ως εδώ. Ναι. Δεν έχει πιο πέρα. Δεν έχει. Το λεωφορείο της γραμμής κατεβάζει ξένους τουρίστες, ξένες αποσκευές, ξένους υπνόσακους. Δεν αναγνωρίζεις ούτε καν αυτή τη βαλίτσα που κάποτε περιείχε κάτι δικό σου – το γαλάζιο πουκάμισο που προτιμούσες ή τις φωτογραφίες νεανικών ερώτων. Τα βιβλία στα ράφια σου γυρίζουν την πλάτη. Σωρός τα κλειδιά στο τραπέζι κι ούτε που ξέρεις που ταιριάζει το καθένα κι ούτε σε νοιάζει. Και τούτο το μικρό αργυρό κλειδί; Α, ναι, θυμάμαι, είναι της κοσμηματοθήκης πού ‘πέσε πριν χρόνια στο πηγάδι κι είχε πολλά διαμάντια και ζαφείρια και σμαράγδια κι έναν Εσταυρωμένο ολόχρυσον με τρία ρουμπίνια. Αδειάσαν το πηγάδι. Ψάξαν. Τίποτα. Μονάχα πέτρες. Τα πήρε, λέει, κάτω απ’ τη γης η μικρή Περσεφόνη».

Βαδίζοντας προς το τέλος της ποιητικής του διαδρομής, ο Γιάννης Ρίτσος μας παρέδωσε αυτό το έξοχο ποιητικό απόσπασμα, που θαρρείς πως «ξεπήδησε» μέσα από τα μάτια του που παρατηρούσαν προσεχτικά τα πάντα, και την μικρότερη και φαινομενικά ασήμαντη λεπτομέρεια της ποίησης. Αυτός ο σπουδαίος τεχνίτης του λόγου και της ποιητικής πρόζας, αυτός ο ιδανικός και παντοτινός εραστής των διακεκομμένων λέξεων, παρατηρεί το διάβα της ζωής με περίσκεψη και προσοχή. «Το λεωφορείο της γραμμής» παίρνει τα πάντα μαζί του. Λόγια τρανταχτά, ορέξεις και πάθη, προσωπικές ιστορίες ανθρώπων που κάποτε διάβηκαν, δακρυσμένοι και ματωμένοι, την πυρίκαυστη λάβα της ζωής. Πλέον, η ίδια η ζωή, «κατεβάζει» στην επόμενη στάση τουρίστες, «διαμάντια» και «ζαφείρια». Όλα κατευθύνονται στη «χοάνη» της λήθης, της λήθης που δεν κινείται απλώς στον αντίποδα της μνήμης, αλλά «παράγει» το ήθος της μη συνειδητοποιημένης πράξης. Μονάχα «πέτρες» απέμειναν, λοιπόν, πέτρες «γυμνές» και ακανόνιστες, «πέτρες» που λειτουργούν ως σπαράγματα μίας άλλης εποχής που έρχεται να διασώσει, από το βιαστικό «λεωφορείο» της γραμμής, η ποίηση.

Η απαισιοδοξία του ποιητή (που εδώ συνδέεται με την φθορά του χρόνου και με το αναπόφευκτό βιολογικό γήρας) δεν είναι τμηματική και αποσπασματική. Αντιθέτως, από κάθε ποιητικό του «πόρο», εκφράζει την «βουβή» φωνή των ανθρώπων που έδωσαν τα πάντα, χωρίς να λάβουν τίποτα. Κι αυτή ακριβώς είναι η λεπτή γραμμή που συμφύει την ποίηση του Γιάννη Ρίτσου με το μεγάλο βάθος μιας πορείας που εκκινεί από τα μικρά (λεπτομέρειες του παρόντος χρόνου), και καταλήγει στα μεγάλα ιδανικά (κοινωνικοπολιτικοί αγώνες για έναν φωτεινό αύριο). Ο Γιάννης Ρίτσος είναι ο ποιητής της έκφανσης και της έκφρασης των δακρυσμένων και «μουσκεμένων» ονείρων. Δεν αναζητά την λύτρωση ως τελική πράξη, αλλά ως καθημερινό βίωμα. Η «μικρή Περσεφόνη» «έκρυψε» τις ζωές, όχι όμως και τις λέξεις που θα «ανασυστήσουν» και θα ανασυνθέσουν, βήμα-βήμα, την μεγάλη εικόνα. Η ποίηση ως πολιτική πράξη και πολιτικό παίγνιο είναι ακριβώς η ανασύνθεση της μεγάλης εικόνας.

«Εκείνα που δεν έλεγες ποτέ, ακριβώς εκείνα, έδιναν αίμα στα λόγια που έλεγες κι έμεναν στον αέρα μετέωρα, διφορούμενα, σαν ανεξήγητοι ήχοι νυχτερινής μελλοντικής μουσικής. Τώρα δεν έχεις τίποτα να πεις, αφού δεν έχεις τίποτα να κρύψεις. Η σιωπή σε κλείνει ολόσωμον έξω απ’ τα γεγονότα ν’ ακούς τις νεανικές μοτοσικλέτες κάτω στον παραθαλάσσιο δρόμο, ν’ ακούς και τα σφυρίγματα των πλοίων «Σάμαινα»,  « Ίκαρος», «Αιγαίο», που αρμενίζουν νυχτοήμερα σ’ εναλλασσόμενες μπουνάτσες και φουρτούνες με τελικό τους προορισμό το μέγα, σκοτεινό Αγκυροβολείο».

Τι μπορείς να προσθέσεις την στιγμή που ο ποιητής δημιουργεί ένα ποιητικό πράττειν, που, την ίδια στιγμή, «χαράσσεται» στο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι; Και μάλιστα, μέσω της ίδιας της «μηχανικής» της σιωπής; «Τώρα δεν έχεις τίποτα να πεις, αφού δεν έχεις τίποτα να κρύψεις». Έτσι, το σώμα μένει «γυμνό», «άφωνο», λέγοντας με θαρρείς «αυτοματοποιημένες» κινήσεις όσα δεν μπορούν να πουν οι λέξεις, οι ατάκτως ερριμμένες. Ίσως θα ήταν ερευνητικά κοινότοπο να ειπωθεί ότι ο ποιητής διαβλέπει απλώς το φυσικό τέλος, το τέλος της ζωής και των πραγμάτων. Αν αντιστρέψουμε την φυσική διαδικασία των πραγμάτων, μπορούμε να αναφέρουμε πως ο Γιάννης Ρίτσος διαβλέπει την αρχή μίας πορείας που «εμβαπτίζεται» στα νάματα της καθάριας σιωπής των πραγμάτων. Όλα είναι εδώ, ανοιχτά, κατατεθειμένα. «Γυμνά» Σώματα, σιωπές και λέξεις, λέξεις που δεν περιέχουν την σιωπή, αντιθέτως, είναι αυτή η καλοκαιρινή σιωπή της θάλασσας και των πλοίων που «περιέχουν» τις ανθρώπινες λέξεις. Το τέλος του θανάτου, παραχωρεί την θέση του στην έστω και βραχύβια, ποιητική σιωπή. Κι ο Γιάννης Ρίτσος, μαθήτευσε κατεξοχήν στο είδος της δημιουργίας ποίησης μέσω της διακεκομμένης ανάσας και της σιωπής. Η δική του σιωπή μπροστά στον επελαύνοντα πολιτικό «καιρό» δεν νοείται ως παραίτηση και αδράνεια.

Η δική του, ολόδικη του σιωπή, υπερβαίνει τα δεσμά της εγκαρτέρησης, μετασχηματιζόμενη σε πολιτική πράξη και απάντηση. Κι ας μην ξεχνάμε ότι η ποίηση είναι μία κατεξοχήν πολιτική διαδικασία, μία διαδικασία ανασυγκρότησης του πολιτικού παιγνίου. Η ίδια η λογοτεχνία είναι μία μορφή πολιτικής επιστήμης, ήτοι μία μορφή ερμηνείας και ανάλυσης του πολιτικού κόσμου δια του οράματος, της μυθιστορηματικής πλοκής, της σύνθεσης και της δράσης χαρακτήρων. Ο Γιάννης Ρίτσος γνώριζε πολύ καλά ποιος είναι ο καθημερινός προορισμός της ποίησης, της ποίησης ως πολιτικής πράξης.

«Οι ελιές εβάρυναν απ’ τον πολύ καρπό, τ’ αμπέλια δέσαν, οι γυναίκες γκαστρώνονται ακόμα, τ΄αγόρια κολυμπάνε, ο κυρ Μιχάλης αγόρασε καινούργια βάρκα, άσπρη με κόκκινη διπλή λουρίδα. Τα βράδια βγαίνουνε τα γρι γρι για ψάρεμα, τρέμουν τα φώτα από μιαν ήσυχη συγκίνηση, σα να μην έχει αλλάξει τίποτα τίποτα σ’ αυτόν τον κόσμο. Μόνοι εκείνοι που χρόνια περιπλανήθηκαν, που πέρασαν πολλές Συμπληγάδες, έχοντας πάντα κρεμασμένο στο λαιμό τους το χωματένιο φυλαχτό της πατρίδας, αυτοί, χτες βράδυ, μας φέραν κάτι νέο κι αιώνιο. Αλλά, την άλλη μέρα, πήγε να χτενιστεί η Ελένη στον μεγάλο καθρέφτη, κι ο καθρέφτης είχε πολύ γεράσει και τα μαλλιά της είχαν πέσει».

Ο Γιάννης Ρίτσος «εκμαιεύει» το αιώνιο, το άπειρο και το άφθαρτο, μέσα από την ίδια την επίπονο διαδικασία της βιωμένης ζωής. Ο Γιάννης Ρίτσος είναι ο κατεξοχήν ποιητής του βίου που αξίζει να βιωθεί ως όλον, πέρα και πάνω από τις «πολλές Συμπληγάδες». Ο ποιητής του παντοτινού «καιρού», μας έμαθε τι σημαίνει η «ποίηση» σε δύσκολους καιρούς, η ποίηση που δεν είναι εύκολη, «βιαστική», απλή και «ευθύγραμμη» αλλά πολύπλοκη και περίπλοκη. Ο αναγνώστης είναι υποχρεωμένος να κοιτάξει πίσω από την επιφανειακή όψη των πραγμάτων. Γιατί αυτό είναι η ποίηση: η διαλεκτική σύνθεση της αντιφατικότητας και της πολυπλοκότητας των πραγμάτων, που, την ίδια στιγμή, εστιάζει στην βαθύτερη όψη του γίγνεσθαι. Το ‘γυμνό δέντρο’ είναι η «γυμνή» ζωή, η ζωή χωρίς περιττά φτιασίδια,  εκεί όπου αρκούν λίγες ανάσες για να λάβει «σάρκα και οστά» και για να προχωρήσει η ποίηση.

Ο Γιάννης Ρίτσος επικοινωνεί οργανικά με τους μεγάλους ποιητές του καιρού του. Η δική του ποιητική προσταγή τον συνδέει άμεσα με τον σπουδαίο Χιλιανό ποιητή Pablo Neruda. Κι ο Ρίτσος έκανε πράξη και ποίηση τα λόγια του Neruda: «Κάποιος που με περίμενε ανάμεσα στα βιολιά, βρήκε έναν κόσμο σα θαμμένο πύργο με μπηγμένη τη σπείρα του κάτω απ’ όλα τα μουντά θειαφόχρωμα φύλλα. Πιο κάτω, μες στο χρυσάφι της γεωλογίας, σα σπαθί τυλιγμένο σε μετέωρα βύθισα το ανήσυχο και τρυφερό χέρι στο πιο γεννητικό απ’ τα γήινα. Έβαλα το μέτωπο ανάμεσα στα βαθιά κύματα, κατέβηκα σα σταγόνα μέσα στη θειαφένια ειρήνη και, σα τυφλός, γύρισα στο γιασεμί της φθαρμένης ανθρώπινης άνοιξης».

1. Βλ. σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Άχρηστα κλειδιά’ (‘Το γυμνό δέντρο’), ‘Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα’, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1991, σελ. 99-100.

2. Βλ. σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Της σιωπής…ό.π, σελ. 103.

3. Βλ. σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Μικρό χρονικό…ό.π, σελ. 107-108.

4. Βλ. σχετικά, Neruda Pablo, ‘Υψώματα του Μάτσου Πίτσου’, Canto General, Μετάφραση: Στρατηγοπούλου Δανάη, Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα, 1974, σελ. 55-56.

Σίμος Ανδρονίδης: “O Γιάννης Ρίτσος για τον Καβάφη”

ριτσος (3)Ο σπουδαίος ποιητής Γιάννης Ρίτσος «τίμησε» με τον δικό του έξοχο ποιητικό τρόπο τον μεγάλο Αλεξανδρινό ποιητή Κωνσταντίνο Καβάφη. Η συλλογή ποιημάτων με τίτλο ’12 ποιήματα για τον Καβάφη΄ (1963) δείχνει ακριβώς την «έμμεση» ώσμωση του ποιητικού λόγου των δύο μεγάλων ποιητών που συναντώνται υπό το «φως» μίας έξοχης πνευματικής-ποιητικής διάδρασης. Ο Γιάννης Ρίτσος των υψηλών κοινωνικών νοημάτων, αλλά και του υπόκωφου πόνου «εγγίζει» με την δική του υψηλή ποιητική «ουσία» την αμφισημία και την «χαμηλόφωνη» ποίηση του Κωνσταντίνου Καβάφη.
kavafisΜε «εργαλείο» την ποιητική γραφή τέμνει και ανατέμνει το Καβαφικό ποιητικό «σύμπαν», ενσταλάζοντας στο Καβαφικό «έργο» λέξεις, έννοιες και αξίες που αναδίδουν το «όλο» Καβαφικό ποιητικό παλίμψηστο, ένα παλίμψηστο που ακριβώς μέσω της ποιητικής γραφής «εμφυσύει» ζωή και «κίνηση» στον «παγωμένο» και «νεκρό» χρόνο.

Πέρα και πάνω από όλα, ο Γιάννης Ρίτσος ενσταλάζει το δικό του προσίδιο ποιητικό ήθος, καρπό της πολύχρονης και επώδυνης άσκησης του στο πεδίο του ποιητικού λόγου και της ποιητικής γραφής. Με αυτόν τον τρόπο, το Καβαφικό ποιητικό έργο υπερβαίνει τα «χωροχρονικά» δεσμά της Αλεξάνδρειας, προσεγγίζοντας τον «χώρο» όπου η ποίηση της λυρικής εσωτερίκευσης «συναντά» την ποίηση που παράγει φως και «ζωή».

«Το μαύρο σκαλιστό γραφείο, τα δυο ασημένια κηροπήγια, η κόκκινη πίπα του. Κάθεται, αόρατος σχεδόν, στην πολυθρόνα, έχοντας πάντα το παράθυρο στη ράχη του».

Ο Αλεξανδρινός ποιητής, «κεντά» και «στολίζει» με λέξεις και υψηλά νοήματα τα ποιήματα του. Έτσι ακριβώς, με αυτόν τον τρόπο, το σωματικώς «αόρατο» καθίσταται «ποιητικά ορατό» μέσω των λέξεων, μέσω της ίδιας της «φωτεινής» διαδικασίας της ποίησης που «μεταγγίζει» ζωή στο μικρό δωμάτιο, στο γραφείο του ποιητή.

Το νήμα που συνδέει οργανικά τους δύο ποιητές είναι ο ποιητικός λόγος που νοείται ως διαμόρφωση του «ανοιχτού» πεδίου, ως διαμόρφωση ενός «νέου» κόσμου εντός του οποίου η διαδικασία της ποιητικής γραφής μετασχηματίζεται σε ζωή πέρα και πάνω από την αχλή του χρόνου, σε ζωή πέρα και πάνω από την φθορά, το γήρας και τον θάνατο. Οι λέξεις επικοινωνούν, «συναλλάσσονται» με τον «χώρο» και τον «χρόνο» μεταβαίνοντας στο πεδίο της μετουσίωσης της γραφής σε συγκεκριμένη νοηματοδότηση της ίδιας της ζωής.

Κατά τον ίδιο θαυμαστό τρόπο, οι λέξεις που αποτυπώνει στο χαρτί ο σπουδαίος Ουρουγουανός συγγραφέας Eduardo Galeano ταξιδεύουν παραμένοντας αναλλοίωτες στο «χώρο» και στον «χρόνο». Έτσι, ο Γιάννης Ρίτσος, που με «εγγίζει» ζωή και «φως» την Καβαφική καθημερινότητα, μεταπλάθοντας και αναπλάθοντας τα προσίδια Καβαφικά ποιητικά νοήματα, «συναντά» τον Eduardo Galeano στη διαδικασία της δημιουργίας και της διαμόρφωσης μίας «νέας» ζωής. Εκεί που οι λέξεις «αγγίζουν» τις ημέρες ενός νέου κόσμου. «Και οι μέρες άρχισαν να περπατούν. Και μας δημιούργησαν. Και γεννηθήκαμε εμείς, τα παιδιά τους, είμαστε τα παιδιά των ημερών, που πορευόμαστε εξερευνώντας τη ζωή».

Οι ημέρες της «πεζής» καθημερινότητας στην Αλεξάνδρεια μαζί με τις «άχρονες» ποιητικές λέξεις διαμόρφωσαν το Καβαφικό ποιητικό παλίμψηστο ιδεών και νοημάτων. Και αυτό το ποιητικό παλίμψηστο έρχεται να νοηματοδοτήσει εκ νέου ο Γιάννης Ρίτσος, εμφυσώντας με «φως» και «λέξεις»  το «μικρό σκαλιστό γραφείο», το φθαρμένο από τον χρόνο και την σιωπή.

«Όχι, δεν ωφελεί η ανάμνηση μήτε κι η ποίηση. Κι ωστόσο, την ύστατη στιγμή, πριν κοιμηθεί, σκύβοντας πάνω απ’ το γυαλί της λάμπας να φυσήσει τη φλόγα της, να σβήσει πια κι αυτή, αντιλαμβάνεται ότι φυσάει κατευθείαν μέσα στο γυάλινο αυτί της αιωνιότητας μια λέξη αθάνατη, εντελώς δική του, το ίδιο του το χνώτο- ο στεναγμός της ύλης. Ωραία που η καπνιά της λάμπας ευωδιάζει το δωμάτιο του τα χαράματα».

Η «καπνιά της λάμπας» είναι το ίδιο το ποιητικό φως που έχει «χαράξει» την ζωή του Αλεξανδρινού. Έτσι μπορεί και φυσά «κατευθείαν μέσα στο γυάλινο αυτί της αιωνιότητας μια λέξη αθάνατη, εντελώς δική του, το ίδιο του το χνώτο- ο στεναγμός της ύλης». Φυσά στο «αυτί της αιωνιότητας», όχι μία αλλά πολλές λέξεις που πλάθουν και μεταπλάθουν ένα ολόκληρο ποιητικό γίγνεσθαι «έμφορτο» νοημάτων και αξιών που «εγγίζουν» και προσεγγίζουν την «μουσική διάσταση» της αιωνιότητας.

«Ο στεναγμός της ύλης, το ίδιο του χνώτο» στην ουσία, αφίσταται των ζωτικών αναγκών που άπτονται της ίδιας της «λειτουργίας» του ανθρώπινου σώματος, και μετασχηματίζεται σε προσίδια και «ζώσα» ποιητική «ύλη» που μετατοπίζεται προς το πεδίο της ζωής και της αιωνιότητας. Η ποίηση  είναι μουσική μελωδία, και η μουσική μελωδία γίνεται ποιητικός λόγος «συνάντησης» δύο σπουδαίων ποιητών. Κάθε ποιητική λέξη ενσταλάζει και «χαράζει» ταυτόχρονα την πιο όμορφη μουσική μελωδία.

«Αφουγκράζομαι, κι ακούω μουσικές που έρχονται από πολύ μακριά, από το παρελθόν, από άλλους καιρούς, από ώρες που έχουν πια φύγει και από ζωές που δεν υπάρχουν πια Ίσως οι ζωές μας να είναι φτιαγμένες από μουσική. Την ημέρα της ανάστασης, τα μάτια μου θα ανοίξουν πάλι στη Σεβίλλη».

Με έναν ποιητικό τρόπο, ο Γιάννης Ρίτσος, επικοινωνώντας υπόκωφα με τον τελευταίο βασιλιά της μουσουλμανικής Ισπανίας, «ακούει μουσικές από ζωές που δεν υπάρχουν πια». Και με τις δικές του ποιητικές λέξεις, με την δική του ποιητική γραφή, αναδίδει στην «επιφάνεια» τις μουσικές, την «εξαίσια μελωδία» της ποιητικής «κίνησης» του Καβάφη. Η ποιητικά πρόζα συστέλλει και υπερβαίνει τον «χωροχρόνο» της λήθης και της ακινησίας, αναγόμενη στο μείζον και υπερβατικό ποιητικό φως. Ο Γιάννης Ρίτσος αφουγκράζεται, σκέπτεται, ακούει και αποτυπώνει στο χαρτί, μία ποιητική-μουσική μελωδία αλλοτινών εποχών.

«Κι εκείνος πανούργος, αδηφάγος, σαρκικός, ο μέγας αναμάρτητος, ανάμεσα στο ναι και στο όχι, στην επιθυμία και τη μετάνοια, σαν ζυγαριά στο χέρι του θεού ταλαντεύεται ολόκληρος, ενώ το φως του παραθύρου πίσω απ’ το κεφάλι του τοποθετεί ένα στέφανο συγγνώμης και αγιοσύνης. «Αν άφεση δεν είναι η ποίηση, – ψιθύρισε μόνος του- τότε, από πουθενά μην περιμένουμε έλεος».

Η ίδια η ποίηση που τέμνει και ανατέμνει συνάμα όχι μόνο το ποιητικό αλλά και το κοινωνικό γίγνεσθαι. Η ποίηση που εκφράζει υψηλά νοήματα και αξίες, ανάγεται στο πεδίο του συμπαντικού «φωτός», ενώ, την ίδια στιγμή, «κεντάει» την κοινωνική αλλά και πολιτική κανονικότητα με λέξεις, με λέξεις που φθάνουν στην «καρδιά» της ίδιας της ζωής.

Η αποκρυστάλλωση της ποιητικής γραφής γίνεται στο «πεδίο» της ζωής. Η ποίηση νοείται όχι απλώς ως «άφεση» αλλά ως υψηλή ενατένιση, ως μουσική που διεισδύει στα μύχια και μυστικά «πεδία» της ανθρώπινης ζωής. Και ο μεγάλος Αλεξανδρινός, ως ο «μέγας αναμάρτητος» στοχάζεται και ανατέμνει την αμφισημία της ανθρώπινης πράξης και φύσης.

Η ποίηση υπερβαίνει τις νόρμες του πολιτικού κομφορμισμού και καθωσπρεπισμού, εγγράφοντας στα χαρακτηριστικά εκείνα  που ορίζουν και προσδιορίζουν την «παρουσία» της την εγγενή αμφισβήτηση και αμφιβολία για τα «κακώς κείμενα» της πολιτικής πράξης και πρακτικής. Με αυτό τον τρόπο ανάγεται στο «υψηλό» συμπαντικό φως της λαϊκής αυτενέργειας και δράσης.

1. Βλ.σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ’12 ποιήματα για τον Καβάφη’, (1963). Ρίτσος Γιάννης, Ποιήματα, Θ΄, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1989, σελ. 179.

2. Βλ.σχετικά, Galeano Eduardo, ‘Η Γένεση κατά τους Μάγια’, από την σειρά ‘Οι μέρες αφηγούνται’, Μετάφραση: Κανσή Ισμήνη,  Εκδόσεις Πάπυρος, Αθήνα, 2012, σελ.13

3. Βλ.σχετικά, Ρίτσος Γιάννης…ό.π., σελ.181.

4. Βλ.σχετικά, Galeano Eduardo, ‘Είμαστε από μουσική’, (του Μποαμπτνίλ, του τελευταίου βασιλιά της μουσουλμανικής Ισπανίας), από την σειρά ‘Οι μέρες αφηγούνται’, Μετάφραση: Κανσή Ισμήνη, Εκδόσεις Πάπυρος, Αθήνα, 2012, σελ. 396.

5. Βλ.σχετικά, Ρίτσος Γιάννης…ό.π, σελ.179.

Σίμος Ανδρονίδης: Οι ‘Μαρτυρίες’ του Γιάννη Ρίτσου

martyries
«Επάνω απ’ την κλεισμένη ημέρα απόμεινε μονάχα αυτό το αστέρι σαν ένας κόμπος από σπάγκο πάνω σ’ ένα σάκο βαθύ, μαλακό, με αβέβαιο όγκο. Τάχατες τι να’ χει μέσα αυτός ο σάκος; Τι μπορείς να διαλέξεις; Θα ‘ πρεπε να κόψεις με τα δόντια ή με τα νύχια σου τον κόμπο. Τα δέκα δάχτυλα σου έγιναν αργυρά, σχεδόν χρυσά. Μήπως αυτό ήταν μές στο σάκο; (Γιάννης Ρίτσος, ‘Το τέλος μιας ημέρας’, ‘Μαρτυρίες’).

Το κείμενο αφιερώνεται στη μικρή ανιψιά μου

Οι ‘Μαρτυρίες’ του Γιάννη Ρίτσου γράφτηκαν την δεκαετία 1957-1967, μία δεκαετία κατά την διάρκεια της οποίας επήλθαν σημαντικές αλλαγές στο ελληνικό και παγκόσμιο πολιτικό γίγνεσθαι. Είναι σημαντικό να τοποθετήσουμε τις ‘Μαρτυρίες’ εντός ενός ευρύτερου κοινωνικού και πολιτικού «χωροχρόνου», κάτι που συμβάλλει στην ανάδυση ενός «διαφορετικού» Ρίτσου, υπαινικτικού και έμμεσου, «υπόγειου» και χαμηλόφωνου. Ο Γιάννης Ρίτσος των μεγάλων και επικών οραματικών ποιητικών αφηγήσεων ενυπάρχει σιωπηλά και χαμηλόφωνα στις ‘Μαρτυρίες’. Οι ‘Μαρτυρίες’ μας αποκαλύπτουν  έναν ποιητή που «συνομιλεί» με το ευρύτερο περιβάλλον του, με την ζωή του και με τις στοχεύσεις του. Έτσι, θα μπορούσαμε να πούμε πως στις ‘Μαρτυρίες’ οι αναγνώστες «εγγίζουν» τον Γιάννη Ρίτσο των χαμηλόφωνων αλλά πολλαπλών νοημάτων, που, απέχοντας από τα μεγάλα ποιητικά κοινωνικοπολιτικά προτάγματα του, «διεκδικούν» την δική τους θέση στον ευρύτερο ποιητικό κόσμο του Γιάννη Ρίτσου.

Κι οι ‘Μαρτυρίες’ δύνανται να είναι χρονικές και λεκτικές, σιωπηλές και βαθιές, «σπαράγματα» έκφρασης του εσωτερικού κόσμου του ποιητή. Το σώμα πονά και η μνήμη ενθυμείται. Και είναι αυτής ακριβώς η υπενθύμιση που αποτυπώνεται στην ποιητική συλλογή ‘Μαρτυρίες’, ακριβώς διότι όλη η ποίηση του Γιάννη Ρίτσου είναι μία διαρκής υπενθύμιση και της μικρής λεπτομέρειας που «εισχωρεί» στο μείζον κύκλο της ζωής και της ποίησης. Η ποίηση του Γιάννη Ρίτσου αποτελεί μία προσπάθεια αποκατάστασης των ρηγματώσεων που προκαλούνται από την φθοροποιό διαχείριση των πραγμάτων. Ο Γιάννης Ρίτσος δεν επιθυμεί την απλή συμπόρευση του αναγνώστη στους μεγάλους κοινωνικοπολιτικούς αγώνες για ένα καλύτερο και ελπιδοφόρο αύριο, αλλά την ηθική «συναυτουργία» του στα μεγάλα και μικρά συμβάντα της ποίησης.

«Μέρα με την ημέρα αφοπλιζόταν. Πρώτα γδύθηκε τα ρούχα του, αργότερα τα εσώρουχα του, αργότερα το δέρμα του, αργότερα τη σάρκα και τα οστά του, ώσπου στο τέλος έμεινε αυτή η απλή, ζεστή, καθάρια ουσία, που μόνος του, αφανής και χωρίς χέρια, την έπλαθε μικρά λαγήνια, ποιήματα κι ανθρώπους. Και πιθανόν, ένας ανάμεσα σ’ αυτούς, να’ ταν κι εκείνος».[1] Ο άνθρωπος ακολουθεί την ‘διεργασία’ της φύσης και των πραγμάτων. Ξεγυμνώνεται, μένει «γυμνός» από σάρκα και οστά, τοποθετούμενος όμως εντός της εδαφικής επικράτειας της ποίησης.

Κι ο Γιάννης Ρίτσος, δεν διασώζει απλώς την «καθαρή» ουσία των πραγμάτων και των κάθε φορά λεχθέντων, αλλά κύρια διασώζει την λεπτομέρεια του γδυσίματος, που εκκινώντας από την αφαίρεση των βαριών ρούχων, καταλήγει στη «γυμνή» και διάφανη επιφάνεια όχι απλά του «χωρίς χέρια» σώματος, αλλά της «γυμνής» ουσίας της ποίησης. Ακόμη και η πιο μικρή λεπτομέρεια μας επιτρέπει να προσεγγίσουμε την «καθάρια» ποίηση του Γιάννη Ρίτσου. Στην ‘Διεργασία’ του «γυμνού» σώματος και της απόλυτης ποίησης, ο ποιητής ουσιαστικά μας λέει πως ο κάθε πόρος του σώματος, του σώματος που πάσχει, δύναται να δημιουργήσει ποίηση. Μέσα από την λεπτομερή διαδικασία του γδυσίματος, τα βαριά ρούχα απομακρύνονται. Μέσα από την λεπτομερή διαδικασία της ποίησης, «χαρτογραφείται» ένα σύμπαν ακριβών και μοναδικών λέξεων και νοημάτων. Γιατί ακριβώς η ποίηση «αναπτύσσεται» εντός του βασιλείου των λέξεων. Και αυτήν την διάσταση, αυτή την ‘Μαρτυρία’ μας την υπενθυμίζει διαρκώς ο πάντα παρών Γιάννης Ρίτσος.

Τα σώματα των ανθρώπων είναι δυνητικοί φορείς της ποίησης. Είναι εξαιρετική η ικανότητα του Γιάννη Ρίτσου να «παίζει» με τα σώματα που επηρεάζονται από τη φθοροποιό τριβή του χρόνου, συγκρατούν την μνήμη και σηκώνουν τα χέρια ψηλά, όπως η ποίηση εξυψώνει το ανθρώπινο πνεύμα. «Έρχονται, φεύγουν οι μέρες, χωρίς σπουδή, χωρίς απρόοπτα. Οι πέτρες μουσκεύουν στο φως και στη μνήμη. Ένας βάζει μια πέτρα για προσκέφαλο. Άλλος, πριν κολυμπήσει, αφήνει τα ρούχα του κάτω από μια πέτρα μην του τα πάρει ο αέρας. Άλλος έχει μια πέτρα για σκαμνί του ή για σημάδι στο χωράφι του, στο κοιμητήρι, στο μαντρί, στο δάσος. Αργά, μετά το λιόγερμα, γυρίζοντας σπίτι σου, όποια πέτρα απ’ τ’ ακρογιάλι αν ακουμπήσεις στο τραπέζι σου είναι ένα αγαλμάτιο-μια μικρή Νίκη ή το σκυλί της Άρτεμης, κι αυτή, όπου ένας έφηβος το μεσημέρι ακούμπησε τα βρεγμένα του πόδια, είναι ένας Πάτροκλος με σκιερά, κλεισμένα ματόκλαδα».[2]

Ανοίγοντας μία μικρή παρένθεση, μπορεί να λεχθεί ότι το υπέροχο ‘λιόγερμα’ του Γιάννη Ρίτσου αποτελεί κεντρικό και θεμελιώδες χαρακτηριστικό της ποίησης του, όχι ως συμβολικό κλείσιμο της ημέρας, αλλά ως «χρώμα» που «χρωματίζει» την ίδια την ποίηση του. Από το συμβολικό ‘λιόγερμα’ εκκινεί η ποιητική πράξη του Γιάννη Ρίτσου. Στο ‘λιόγερμα’ αποκρυσταλλώνεται όλο το νόημα της ποίησης του. Οι ημέρες «έρχονται» και «φεύγουν», προχωράνε όπως προχωρούν και οι «θεατρικές» ανθρώπινες φιγούρες. Στις ‘Μαρτυρίες’ του, ο Γιάννης Ρίτσος στήνει ένα θεατρικό σκηνικό όπου όλα, άνθρωποι και πέτρες, χωράφια και αγάλματα θαρρείς πως επικοινωνούν «υπόγεια» και αμφίδρομα.

Και σε αυτό το θεατρικό σκηνικό όπου τα πάντα τελούν υπό αίρεση και «επαναδιαπραγμάτευση», η ποίηση λειτουργεί ως η απόλυτη σταθερά των εξελισσόμενων πραγμάτων. Ο Γιάννης Ρίτσος θέλει η ποίηση του να είναι κινητική και επιθετική ταυτόχρονα, διαρκές ‘καταφύγιο’ όλων όσοι στερήθηκαν και στερούνται την «φωνή» τους. Έτσι, μπορεί και «θεατροποιείται», γυρεύοντας την κάθε φορά κατάλληλη απάντηση. Η «μικρή Νίκη ή το σκυλί της Άρτεμης», ο νεαρός «Πάτροκλος» αποκτούν την υπόσταση του υποκειμένου που κινείται και δραστηριοποιείται. Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Αναστάσης Βιστωνίτης: «Ο Ρίτσος μυθοποίησε την καθημερινότητα σε έκταση και βάθος που κανείς άλλος ποιητής μας δεν το επιχείρησε. Και οι Μαρτυρίες είναι το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτού του μεγάλου εγχειρήματος. Κάθε μυθοποίηση, ιδιαίτερα για έναν ποιητή που ζούσε το παρόν όπως εκείνος, συνεπάγεται την αμφισημία ως κινητήρια δύναμη».[3]

Αυτή η μυθοποίηση ανασύρει στην επιφάνεια τις πολύσημες πτυχές του παρελθόντος, συμβάλλοντας στη δημιουργία ενός «περιβάλλοντος» όπου η ποίηση «διατρέχει» τον χρόνο και η θεατρική τέχνη «κινητοποιεί» τις μορφές. Αυτό το μεγάλο και δύσκολο εγχείρημα επιχείρησε να φέρει εις πέρας ο ποιητής, ήτοι το εγχείρημα της σύμπραξης ποίησης και θεατρικής τέχνης. Οι δικές του «μυθικές» μορφές είναι κινητικές και διόλου στατικές, θαρρείς πως διαμορφώνουν οι ίδιες τον περίγυρο τους. Κι αν η μοίρα διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο στους αρχαίους μύθους, στο παρόν του Γιάννη Ρίτσου το αναπότρεπτο φεύγει, δίνοντας την θέση του στην υπόκωφη ανθρώπινη αξιοπρέπεια, στην αξιοπρέπεια που ενυπάρχει μέσω της ποίησης. Η μοίρα στον Γιάννη Ρίτσο συγκροτείται μέσω της θεατρικής «τραγικότητας» της ζωής.

«Οι πέτρες μουσκεύουν στο φως και στη μνήμη», γράφει σε ένα σημείο ο ποιητής.  Αυτές οι «πέτρες που μουσκεύουν», άλλοτε μεγάλες, άλλοτε μικρές, αποτελούν αναπόσπαστα χαρακτηριστικά της ποίησης του Γιάννη Ρίτσου που άλλοτε μεγαλόφωνα, άλλοτε υπόγεια και θεατρικά, μεταφέρει και πολλαπλασιάζει τις νοηματοδοτήσεις της ποίησης του. Το «φως» και η «μνήμη», «ανιχνεύουν» το εύρος της ποίησης του, όχι απλά ως οπτικά ερεθίσματα (φως) και σημάνσεις (μνήμη), αλλά κύρια ως όψεις που φανερώνουν την ποίηση ως αυτό που πραγματικά είναι: φως (λέξεις) και μνήμη (κάθαρση).

Φυσικά, το φως και η μνήμη βοηθούν στο να «καταγραφεί» η «γυμνή» και «περιρρέουσα» τραγικότητα της ζωής. Ο Γιάννης Ρίτσος δεν επικαλείται τυχαία το φως. Το φως δεν είναι μία απλή φυσική διαδικασία, αντιθέτως, στην ποίηση του «καθρεφτίζει» αυτό που θα θέλαμε να είμαστε. Αυτές είναι οι ‘Μαρτυρίες’ λοιπόν. Οι ‘Μαρτυρίες’ της μνήμης, της βαθιά χαραγμένης πέτρας και του φωτός. Οι πολλαπλές ‘Μαρτυρίες’ αντανακλούν το μεγάλο εύρος της ποίησης του Γιάννη Ρίτσου, ποίηση που διαστέλλεται «υπόγεια». Με τις ‘Μαρτυρίες’ του ο ποιητής θέλησε να «πειράξει» το κιβώτιο της δραματοποιημένης και θεατρικής ποίησης, εκεί όπου το θέατρο και κατ’ επέκταση η θεατρική πράξη δεν συγκροτούνται ως παράσταση αλλά ως λιτή «απεικόνιση» του ανθρώπου που βαδίζει ποιητικά στη ζωή.

«Ένα τσιγάρο αναμμένο. Ένα κορίτσι στ’ ακρογιάλι. Μια πέτρα έπεσε στη θάλασσα. Μόλις που πρόφτασε να πει: ζωή».[4] Κι η πέτρα έγινε ένα με το «ατελείωτο» θαλασσινό νερό, έτσι όπως η ποίηση του Γιάννη Ρίτσου «συναντά» και εξυψώνει το ανθρώπινο πνεύμα. Αυτός ο σωματικός και βιωματικός ποιητής έκαμε ποίηση σωματική, ποίηση που «καρφώνεται» στον μακρύ ορίζοντα. Θα μπορούσαμε να πούμε πως η μεγάλη θεατρική τέχνη και πράξη ενυπάρχει στην ποίηση του, ποίηση που συντίθεται λέξη-λέξη, ως αποτέλεσμα και καρπός σκληρής και πολύχρονης δουλειάς. Η ποίηση δεν είναι απλή πρόζα, ή η πρόζα του φτασμένου, αντιθέτως, είναι η δοκιμιακή μορφή που διευρύνεται για να περιλάβει ακριβώς τα χαμηλόφωνα σημεία της ύπαρξης.

[1] Βλ. σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Διεργασία’, Ποιητική Συλλογή ‘Μαρτυρίες’, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1989, σελ. 189.

[2] Βλ. σχετικά, ‘Πέτρες’, Ποιητική Συλλογή ‘Μαρτυρίες…ό.π, σελ. 191.

[3] Βλ. σχετικά, Βιστωνίτης Αναστάσης, ‘Η αμεσότητα της εμπειρίας’, Βήμα της Κυριακής, Πολιτισμός, 24/01/2015, www.tovima.gr

[4] Βλ. σχετικά, ‘Δευτερόλεπτο’, Ποιητική Συλλογή, ‘Μαρτυρίες…ό.π, σελ. 196.

(O Σίμος Ανδρονίδης είναι υποψήφιος διδάκτορας στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ)

Συλλογή ενδοσκόπησης και εκμυστήρευσης η ποιητική συλλογή του Γιάννη Ρίτσου «Υπερώον»

Εφημερίδα “Ο Φιλελεύθερος” από τον Γιώργο Φράγκο, Δευτέρα 5 Ιανουαρίου 2015
Η ποιητική συλλογή του Γιάννη Ρίτσου «Υπερώον» γράφτηκε το 1985, αλλά εκδόθηκε σε βιβλίο μετά θάνατον, μόλις το 2013. Μακάρι σταδιακά να δουν το φως της δημοσιότητας όλα τα ανέκδοτα έργα του μεγάλου μας ποιητή. Να μην μείνει καμιά πτυχή και κανένα μέρος του έργου του αθέατο. Έχουμε ανάγκη, αισθητική και πολιτισμική, του συνόλου του έργου του. Και αυτή η ανάγκη θα εκτείνεται στο βάθος του μέλλοντα χρόνου.
Στη συλλογή «Υπερώον» ο Ρίτσος δεν μιλά για όσα συμβαίνουν γύρω του, ίσως και με τη συμμετοχή του. Μιλά για τα όσα συμβαίνουν μέσα του, ενδεχομένως και παρά τη θέλησή του. Δεν είναι μια συλλογή – κοινωνική έπαλξη, όπως τα πλείστα έργα του, αλλά μια συλλογή ενδοσκόπησης και εκμυστήρευσης προς
τον αναγνώστη των βαθιών προσωπικών προβληματισμών του. Όπως, πολύ εύστοχα, σημειώνει και ο Ελλαδίτης κριτικός λογοτεχνίας Ηρακλής Κακαβάνης, στον ιστότοπο «poiein.gr», στη συλλογή «Υπερώον» ο Ρίτσος «κυρίως παρουσιάζει συμβάντα της εσωτερικής του ζωής. Εκμυστηρεύεται σκέψεις και συναισθήματα. Εξομολογείται. Πέντε χρόνια πριν τον θάνατό του, θέλει να μιλήσει για όλα όσα
συμβαίνουν μέσα του. Για τις ανάγκες και τα συναισθήματα του καθημερινού ανθρώπου». Θα πρόσθετα πως σ’ αυτή τη συλλογή ο Ρίτσος αποποιείται υποσυνείδητα, ενδεχομένως και ενσυνείδητα, -έστω προσωρινά και
για λίγο- τον ρόλο του ποιητή-συμβόλου για τους αγώνες της Αριστεράς στην Ελλάδα.
Ίσως αυτή η οπτική να συνέτεινε και στην απόφασή του να αφήσει στο συρτάρι του αυτά τα ποιήματα.
Παρ’ όλα αυτά, όταν ο Ρίτσος γράφει τη συλλογή «Υπερώον» έχουν περάσει σχεδόν σαράντα χρόνια από τις πρώτες πολιτικές διώξεις που έχει υποστεί και την πρώτη εξορία του το 1948. Ωστόσο, εκείνα τα βιώματα συνεχίζουν να καθορίζουν την τέχνη του, εκείνες οι μνήμες ορίζουν το είναι του, η λήθη τον τρομάζει και τον ταλανίζει. «Σαπουνόνερα, λάσπη, αγριόχορτα, / σημαδεμένοι τοίχοι- /
πόσοι εκτελεσμένοι. / Τα κουμπιά απ’ τα σακάκια τους, / απ’ τα πουκάμισά τους, / μαζεμένα / σ’ ένακουτίσιδερένιο, / κουδουνίζουν τις νύχτες. / Ράβω, ξεράβω στίχους / να τους κουμπώσω ως το λαιμό / μη μου κρυώσουν,
/ μη και μου ξεχαστούνε, / μην ξεχαστώ μαζί κι εγώ». (σελ. 54)
Όσο και να τον τρομάζει όμως η λήθη, άλλο τόσο τον απασχολεί ως αντικείμενο αι
σθητικής μετάπλασης. «Δε θέλω να θυμάμαι τους νεκρούς -είπε- / θα μπω ν’ αγοράσω / εκείνο το ουρανί πουκάμισο / με τα μικρά στιλπνά, φιλημένα κουμπιά του». (σελ. 46)
Η ανάγκη του ποιητή να είναι απλά, απέριττα, εντελώς αφτιασίδωτα και χωρίς καμιά ανάσχεση, ο εαυτός του, μακριά από κάθε έννοια καθωσπρεπισμού, ιδεολογικού, κοινωνικού ή άλλου, σκιαγραφείται μέσα από το ποίημα «Υπερώον» απ’ όπου πήρε τον τίτλο της ολόκληρη η συλλογή. Το ίδιο ποίημα θεωρώ πως είναι συνάμα κι ένας ύμνος στο μεδούλι, στην ουσία των πραγμάτων, πέρα από
τα όποια φτιασιδώματα, πάνω από την όποια περιρρέουσα ατμόσφαιρα, πέρα και πάνω από το όποιο σκηνικό των δρώμενων. Παραθέτω το ποίημα εξ ολοκλήρου: «Μετά την παράσταση έμεινε κρυφά στο υπερώον / στα σκοτεινά. / Η αυλαία ολάνοιχτη. / Εργάτες της σκηνής, / φροντιστές, ηλεκτρολόγοι / ξεστήνουνε τα σκηνικά, / μετέφεραν στο υπόγειο/ ένα μεγάλο γυάλινο φεγγάρι, / σβήσαν τα
φώτα, / έφυγαν, / κλείδωσαν τις πόρτες. /
Σειρά σου τώρα, / χωρίς φώτα, / χωρίς σκηνικά και θεατές / να παίξεις εαυτόν». (σελ. 22)
Στο ίδιο ποίημα φρονώ ότι παράλληλα υφέρπει και μια υπόγεια μομφή κατά της υποκριτικής ως υποκρισίας, υπό την έννοια της ανειλικρίνειας.
Στο ποίημα «Διαιτησία» (σελ. 27) έχω την εντύπωση ότι ο Ρίτσος ψέγει τις ακρότητες, τις ακραίες τοποθετήσεις, το φανατισμό, τοποθετώντας εαυτόν κάπου στη μέση, επιτηρητή του μέτρου, και χρησιμοποιώντας αλληγορικά ένα άθλημα: « …στο γήπεδο του ποδοσφαίρου, οι φίλαθλοι / και των δυο παρατάξεων, κραυγάζοντας / γρονθοκοπούσαν τον Διαιτητή. / Διαιτητής / ήμουν εγώ. Κι έτσι
/ με ματωμένο στόμα, γνώρισα (και το ’πα) πως είχα απόλυτα δίκαιο».
Όμως ο Ρίτσος, κυρίως στα έργα που έγραψε σε ώριμη ηλικία, προσδιορίστηκε
πρωτίστως ως ο ποιητής της ψυχικής ανάτασης, της προσδοκίας, του ευτυχέστερου μέλλοντος, της ελπίδας πως θα χαράξει κάτι καλύτερο και φωτεινότερο για τον Άνθρωπο.
Αυτή τη στρατηγική υπηρετούν και οι στίχοι:
«Ξυλοκόποι – / σκοτωμένα δέντρα. / Κυνηγοί- / σκοτωμένα πουλιά. / Ο αυλητής φυσάει στο καλάμι / όλη την ανάσα. / Και να, το δάσος, / να, τα πουλιά». (σελ. 21)
Γενικά, η μαεστρία του Ρίτσου να ξεχωρίζει και να αναδεικνύει το ωραίο και συνάμα να δημιουργεί ελπίδες, προοπτικές, προσδοκίες, ένα αίσθημα ανάτασης και προσμονής στις καρδιές των αναγνωστών του, σε όσους
παθιάζονται με την ποίηση του, είναι απαστράπτουσα και σε αυτή τη συλλογή: «Πίσω απ’ τη μάντρα, σπασμένα γυαλιά, / σπασμένες στάμνες και κονσερβοκούτια, / τα λυπημένα σκυλιά, οι άγριες γάτες, / πλήθος τσουκνίδες κι ανάμεσά τους / ένα μικρό λουλούδι κίτρινο, / σαν άστρο παραμελημένο, / έχει
αναλάβει να πληρώσει / όλα τα σπασμένα…».
(σελ. 49) Πόσο παραπέμπει αυτή η εικόνα στη γνωστή ρήση του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι ότι «η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο»…
Ολοκληρώνω την παρουσίαση με την εξής επισήμανση: Ζώντας στους ειρηνικούς καιρούς της μεταπολίτευσης, αλλά και στους χρόνους της αλλοτρίωσης και διάβρωσης των ανθρώπινων αξιών, ο Ρίτσος ήταν αδύνατο να παρακολουθεί απαθής τη στρέβλωση των αρχών και των ιδανικών, την αντιστροφή και ανατροπή των οραμάτων με τον ωφελιμισμό, τον κομφορμισμό, την κιβδηλότητα και ούτω
καθ’ εξής: «Σαν φτάσαμε στα σύνορα / μας σταμάτησαν. / Τα ψεύτικα διαβατήρια / ήταν έγκυρα. / Εμείς δεν περάσαμε». (σελ. 58)

“Διαβάζω ανάποδα τις λέξεις βρίσκω το σωστό νόημά τους” – Της Αγγελικής Κώττη

«Ομολογώ ότι έχω ζήσει». Πραγματικά εντυπωσιακός τίτλος για απομνημονεύματα. Ετσι είχε τιτλοφορήσει τα δικά του, ο Πάβλο Νερούδα. Οταν το είπα στον Γιάννη Ρίτσο, διόλου δεν συμμερίστηκε τον ενθουσιασμό μου. Αγαπούσε τον Νερούδα, όπως και τους ευρηματικούς τίτλους. Δεν αγαπούσε τα απομνημονεύματα. Οταν γράφεις για σένα, δεν αποφεύγεις την αυτοσυμπάθεια, συνήθιζε να λέει. Ο ίδιος, την απεχθανόταν βαθιά. Ως «ποιητής και επομένως δίκαιος» άρχιζε από τον εαυτό του.

Παρόλα ταύτα, είχε γράψει κάποια απομνημονεύματα, -ποιητικά πάντως- «ενός ήσυχου ανθρώπου που δεν ήξερε τίποτα». Εν ολίγοις, «Το τερατώδες αριστούργημα». Αριστούργημα τω όντι. Γραμμένο εξαρχής με αυτή τη στόφα. Μέσα σε πέντε μόλις ημέρες. Αστραπιαία. Απαράλλαχτα όπως ο «Επιτάφιος» και «Η σονάτα του σεληνόφωτος», ποιήματα της ίδιας σπουδαιότητας ως προς την Ποιητική του. «Το τερατώδες αριστούργημα», μια ποιητική σύνθεση απείρως πιο απειθάρχητη από τις δύο που προαναφέρθηκαν, έχει  στέρεες ρίζες στον σουρεαλισμό και στην αυτόματη γραφή. Εξαρχής φαίνεται πως αυτό δεν έγινε εμπρόθετα, το ίδιο το ποίημα επέβαλε τη γραφή και τη μορφή του. Γι’ αυτό άλλωστε και έχει  δικαιωθεί αισθητικά. Ακόμη και ο αρχικός τίτλος, «Το εξαμβλωματικό αριστούργημα» έχει μια σουρεαλιστική χροιά, χρήσιμη απολύτως για τη σύνθεση.

Λένε πως η ζωή των δημιουργών δεν πρέπει να μας ενδιαφέρει σε σχέση με το έργο τους. Ισως. Αλλά, εφόσον είναι σύγχρονοί μας, δεν μπορούμε να την παραβλέψουμε. Τι θα ήταν, φερ’ ειπείν, ο Γιάννης Ρίτσος χωρίς τις αρχοντικές του καταβολές; Ενας ποιητής- εργάτης (κατά κυριολεξίαν;) Θα έμενε η ποίησή του στο μέλλον ή θα είχε συνθλιβεί και συντριβεί με την πτώση του (υπάρξαντος;) σοσιαλισμού; Η Ιστορία δεν γράφεται φυσικά με το «αν». Ομως, μάλλον δύσκολα θα πιστέψουμε πως οι ποιητικές του απαρχές δεν τράφηκαν και από την καταγωγή του. Ο ίδιος, σε μια προσπάθεια άρνησής τους όχι και τόσο πειστική, αλλά πολύ δυναμική, γράφει:

«εντούτοις εμένα δε μ’ άρεσε να δίνω λεπτομέρειες της γενεαλογίας μου/ τι Βενετσιάνοι και καπεταναίοι Μονοβασιώτες και χωλοί τσιφούτηδες μεγαλογαιοκτήμονες κι αμάξια/ δεν ξέρω τίποτα μόνο το μέγα βράχο τις ελιές τ’ αμπέλια και τη θάλασσα ξέρω/ και τους ξερακιανούς αγρότες με τις ψάθες τους και τις μουστάκες ντάλα μεσημέρι του Αλωνάρη/»

Οπως ήδη θα προσέξατε από το απόσπασμα που προηγήθηκε, το ποίημα δεν έχει κανένα σημείο στίξης. Μάλιστα, ξεκινά με μικρό γράμμα και κλείνει χωρίς τελεία. Ετσι, που ο κάθε αναγνώστης να μπορεί να διαβάζει τα πάντα σε πλήρη ελευθερία.

Τα γνωστά θέματα του Ρίτσου, ο θάνατος και η αντιπαλότητα προς αυτόν, η επανάσταση, η οικογένειά του με τη δραματική μοίρα, οι άνθρωποι που αγάπησε και τον αγάπησαν, πάνω απ’ όλα και πριν απ’ όλα η ίδια η Ποίηση, είναι οι «κόκκινες κλωστές» στο «τερατώδες» στημόνι του. Κάποια περιστατικά, σφραγίζονται «με τη χρυσή πεντάλφα της αθανασίας στο μέτωπο» και ξεχωρίζουν, μέσα από μια ζωή αληθινά περιπετειώδη. Οσο για τον Ερωτα; Είναι κι εκείνος παρών, αλλά με κάποια συστολή θα λέγαμε. Ο ποιητής είναι εξομολογητικός σαν έφηβος σε άλλα έργα του. Εδώ, επειδή μιλά για τον εαυτό του, επειδή πλέον θα ήταν ευδιάκριτα τα πρόσωπα που σκιαγραφούνται (έστω και στην ίδια τη ματιά του) κρατά επτασφράγιστα πολλά μυστικά, μόνο και μόνο επειδή έχουν να κάνουν με άλλους ανθρώπους. Και το σέβεται.

Αρχίζει με την Επανάσταση. Δεν θα παραλείψει τις αναφορές στον Λένιν, στη Λούξεμπουργκ, στο θωρηκτό Ποτέμκιν, στον Μαγιακόφσκι (που «είχε αυτοκτονήσει») στο Σμόλνι, στο Κρεμλίνο. Θα καμαρώσει διαπιστώνοντας:

«και με φοβούνται στρατηγοί δικτάτορες συνταγματάρχες βασιλιάδες στρατοδίκες/ παρότι δεν έχω στην κωλότσεπη μπιστόλι/ ούτε γροθιά σιδερένια/ ούτε σουγιά να κόβω το ψωμί μου/ ούτε μπαστούνι ούτε γεράκι/ τίποτα τίποτα/ πάρεξ ένα τρεμάμενο χαμόγελο μπροστά στο θαύμα του κόσμου που ετοιμάζουν οι πραγματικοί επαναστάτες».

Δεν θα ξεχάσει, κατά βάσιν, τους συντρόφους, και μάλιστα τους εκτελεσμένους, τους σκοτωμένους σε μάχες, τους απόντες, γενικώς, επειδή  η γνώμη τους είναι η πλέον αδέκαστη

«γιατί αυτοί ακριβώς μάς θυμίζαν βαθύτερα τα γεγονότα και το χρέος μας/ γιατί αυτοί ακριβώς όντας νεκροί/ είταν οι μόνοι ανιδιοτελείς οι μόνοι αμνησίκακοι/ δε διεκδικούσαν αξιώματα τίτλους διαμερίσματα παράσημα/ ούτε καν ένα μνημείο από πλιθιά και μια γλάστρα από γεράνια» (ποιος λέει, λοιπόν, ότι ο Ρίτσος δεν κάνει κριτική;)

Η μητέρα που κρατούσε τα χλωμά της χέρια ένα μπουκέτο μενεξέδες και προσευχόταν στα ποιήματα που επρόκειτο να γράψει ο μικρότερος γιος της, ο «δύσκολος» πατέρας, τα αδέρφια (ο Μίμης με τη λίγη ζωή, η Νίνα με τις μεγάλες προσωπικές  δυσκολίες, η μικρή μητέρα του Λούλα με την κακή μοίρα,) άλλα πρόσωπα της οικογένειας, έρχονται ξανά και ξανά στους στίχους του. Μαζί οι δικές του αρρώστιες, με σαρκαστικό τρόπο (ευτυχώς ήρθαν οι αιμοπτύσεις να γλυτώσουμε απ’ τις άλγεβρες και να συλλογιστούμε απ’ τα μέσα) η ανέχεια, οι εξορίες, οι μάχες του («κι αντέστρεφα με κάποιαν ευκολία το θάνατο αλλά και με καχυποψία συνάμα»), τα διλήμματα και οι αμφιβολίες, οι διχασμοί (ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός του Ζτνάνωφ και δίπλα οι γάτες της Αχμάτοβα). Ορισμένα από τα πιο επιφανή γεγονότα της Ελλάδας και του βίου του, περιγράφονται καταιγιστικά.

Ο Ρίτσος ήταν σεμνός, όπως τα αρχαία αγάλματα, που κοιτάζουν πάντοτε χαμηλά. Ξέρει όμως πολύ καλά και την αξία του. Μια από τις ελάχιστες φορές που τον παρακολουθούμε να περιαυτολογεί, είναι σε τούτο το μακροσκελές ποίημα:

«και δες το χέρι μου είπε είναι αγιασμένο σε μιαν ένθεη όραση/ από τη μνήμη των γυμνών σωμάτων που μ’ ευλάβεια τάχει περπατήσει στους αιώνες των αιώνων/ έτσι να κάνω μια μικρή χειρονομία σου χτίζω έναν άνθρωπο» και «έχω μια αυτοκρατορία δική μου κάτω απ’ το κάθε μου νύχι».

Με αυτό το αγιασμένο χέρι κρατά τις λέξεις, που τον μεθούν, τον κάνουν να ονειρεύεται Ολυμπιακούς Αγώνες μεταξύ τους. Τις φιλά «πάνω στα χείλη του λαού και κλείνω τα μάτια» τις μαζεύει μία μία από τη λάσπη, τις πλένει με σαπούνι, τις στεγνώνει στον ήλιο,τις καπνίζει στο σκιόφως του Ερεχθείου. Αλλοτε, πάλι  δοκιμάζει να τις φτιάξει «βόλια που ίσως λέω μια μέρα να σκοτώσουνε την αδικία» (ο ποιητής- πολίτης πανταχού παρών).

Ο τελευταίος από τους βασικούς άξονες του «Τερατώδους αριστουργήματος» είναι ο Ερωτας. Οπως προείπα, είναι εξαιρετικά προσεκτικός και φειδωλός. Περιορίζεται σε γενικές διατυπώσεις του τύπου:

«γέρασα από μια νιότη απέραντη που δεν εννοεί να γεράσει/ όλο και περισσότερο περισσότερες γυναίκες μ’ αγαπάνε με γαλανά μάτια πολύ μεγαλωμένα από μαύρο κραγιόνι/ περισσότερα αγόρια με μακριά μαλλιά και τραγανά πηγούνια/ δεν ξέρω πώς να τα χωρέσω στις φλέβες μου και στις λέξεις».

Ισως, ακόμα, να μην αισθάνεται έτοιμος να πει τα πράγματα ακριβώς με τ’ όνομά τους, παρότι διατείνεται πως ήρθε η ώρα. Το «τερατώδες» γράφεται το 1977. Λίγα χρόνια μετά, θα νιώσει πιο απελευθερωμένος και θα γράψει τα πεζογραφήματα, που τόσο σάλο ξεσήκωσαν ανάμεσα σε κάποιους συντρόφους. Μάλλον θα αισθανόταν δικαιωμένος γιατί είχε αποφασίσει να κόψει, προσωρινά, τους παρακάτω στίχους, αν και τους έχει περιλάβει στην τελική γραφή με τη βεβαιότητα πως θα τυπωθούν σε μελλοντική έκδοση:

 «κουσκουσούρα σουσουράδα πορνοκόριτσο

τσιμπημένο κωλαράκι ροδορόδινο

άι σ’ αρπάζω στο κατάρτι σε ταΐζω λούπινα

τέτοια τραγανά χειλάκια σου που σούπινα

και σε γδύνω και σε γλείφω ρούπι ρούπι να

σου φορώ ένα γλάρο καπελάκι στο κεφάλι

σε κοιτάζω τσιτσιδούλα με το κανοκιάλι

κι από κείθε ας πάνε οι άλλοι»

 

Μήπως ήρθε πια ο καιρός;
*****
Το κείμενο φιλοξενήθηκε στο τεύχος 146 του περιοδικού «Οδός Πανός» που εκδίδει ο Γιώργος Χρονάς. Το συγκεκριμένο τεύχος ήταν αφιερωμένο στα 100 χρόνια από τη γέννηση του Γιάννη Ρίτσου (ΠΕΡΙΕΧΕΙ CD: Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΟΝΑΣ ΔΙΑΒΑΖΕΙ ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟ)
Εχουν γίνει ελάχιστες γλωσσικές αλλαγές από το δημοσιευμένο.