Στιγμές του Αχιλλέα της Ιλιάδας και του επικού κύκλου, στην ποίηση του «υποψιασμένου» Γιάννη Ρίτσου… – Του Δημήτρη Χίου

Στιγμές του Αχιλλέα της Ιλιάδας και του επικού κύκλου, στην ποίηση του «υποψιασμένου» Γιάννη Ρίτσου…

[που γεννήθηκε σαν σήμερα, Πρωτομαγιά του 1909 μαζί με την Ποίηση, τον Έρωτα και την Επανάσταση]…

Λησμόνησα πότε ακριβώς ξεπρόβαλε στη μνήμη μου, αλλά έχει καμμιά σημασία;
Ήταν μάλλον την εποχή της άδολης παιδικής αθωότητας… την εποχή πριν το «σφάλμα», το «πάθος» και την «αμαρτία»… πριν την οργή, την βία και το έγκλημα, αλλά έχει καμμιά σημασία;

Ήταν μιά νοσταλγία… κι αυτή ακόμη ακαθόριστη, εφήμερη, που εξαφανίστηκε σχεδόν αμέσως, κι αυτόν που μιλούσε δεν τον έβλεπα… όπως δεν με έβλεπε κι αυτός… αλλά από τότε αχνοφαίνονταν ότι θα ήταν ο κυρίαρχος… και μου έδωσε σε ολοκληρωμένο σώμα, αυτή την κατοπινά ταραγμένη ψυχή που την ύφαναν ακατανόητα μοτίβα, αλλά έχει καμμιά σημασία;

Ήταν μια νοσταλγία… κι αυτή ακόμη δίχως ράμματα, δίχως κατάγματα και ανοιχτές πληγές που κακοφόρμισαν…

Ήταν μιά νοσταλγία των παιδικών μας χρόνων της αθωότητας… των παιχνιδιών στο βουνό και στα περιβόλια, του κυνηγητού των πουλιών με την σφεντόνα, τότε που ξεδιψούσαμε στα ορμητικά τρεχούμενα ρυάκια, που τσαγκουρνάγαμε τα πόδια μας στις αγριοβατομουριές, τότε που κολυμπούσαμε άφοβα και ανέμελα στην άγρια θάλασσα της δωδεκαπολίτισας Ιωνίας… πότε μόνοι μας, πότε αγκαλιά με τα δελφίνια της… σ΄ εκείνη τη θάλασσα που ο αγέρας της γλώσσας της ετοιμαζόταν να φουσκώσει τα ομηρικά πανιά… [και πολλούς αιώνες αργότερα αυτή η ίδια φουρτουνιασμένη σαμιακή ιωνική θάλασσα, φούσκωνε τα ποιητικά πανιά του Γιάννη Ρίτσου]…

Να η ποιητική προσημείωση του Γιάννη Ρίτσου:

Πρώτη ηδονή

Περήφανα βουνά, Καλλίδρομον, Οίτη, Όθρυς,
κυρίαρχα βράχια, αμπέλια, στάχυα κι ελαιώνες,
εδώ έχουν στήσει λατομεία, η θάλασσα τραβήχτηκε,
δυνατό μύρο ηλιοκαμένων σκοίνων
και το ρετσίνι στάζοντας θρόμβους. Μεγάλο,
κατερχόμενο βράδυ. Εκεί, στην όχθη, ο Αχιλλέας,
ούτε έφηβος σχεδόν ακόμη, δένοντας τα σανδάλια του,
ένιωσε εκείνη την ξέχωρη ηδονή, καθώς κράτησε
στη φούχτα του τη φτέρνα του. Για λίγο αφαιρέθηκε
κι έμεινε να κοιτάζει τις ανταύγεις των νερών. Ύστερα
μπήκε στο σιδεράδικο και παράγγειλε την ασπίδα του, –
ήξερε τώρα επακριβώς το σχήμα, τις σκηνές, το μέγεθος.
[από την συλλογή «Μαρτυρίες Β΄» – Ποιήματα Θ΄ σ. 272]

Αίφνης, χωρίς καμμιά προειδοποίηση η νοσταλγία έγινε παρουσία… ξεπρόβαλαν ο Πηλέας και η Νηρηίδα Θέτις και πρόσφεραν στην τσογλανοπαρέα μας τον Αχιλλέα… ένα μπουκλοτόμαλλο μωρό μερικών ημερών, ατιθάσευτο από τότε… που έτρεξε σαν αστραπή τον χρόνο της παιδικότητας, μας έφτασε και μας προσπέρασε… αναρωτηθήκαμε αν αυτό το ωκύποδο πλάσμα ανήκε σε άνθρωπο ή σε σαρκοβόρο, λιοντάρι ή λύκο… κοιταχτήκαμε άφωνοι αλλά καταλάβαμε ότι ο μύθος του, αυτή η αέναη φλόγα που φούντωνε, έτρεχε να προφθάσει, παρά τις σοφές προειδοποιήσεις ότι έχει καταστρεπτικά αποτελέσματα, την Ουλομένην Μήνιν του… γιατί πάρα πολλούς αιώνες πριν τον Αντρέ Μπρετόν, ο γερο – Όμηρος επινοεί την εκρηκτική – ακινησία σαν ένα σημάδι μιάς ανυπέρβλητης ομορφιάς και την αποκαλεί έτσι ακριβώς: «μήνιν»… και τούτη η μήνις είναι τόσο τρομακτική όσο ακριβώς και η ορμή που συσσωρεύει… μετά εννιά χρόνια ή 18 ραψωδίες ο Αχιλλέας θα σηκωθεί πάλι με πολλαπλασιασμένη από την ακινησία ένταση και λύσσα… η έκρηξη ετοιμάζεται…

Εδώ έρχεται η ποιητική μετάφραση του Γιάννη Ρίτσου:

Η μήνις

Έκλεινε τα μάτια στον ήλιο.
Έβρεχε τα πόδια του στη θάλασσα. Πρόσεξε
πρώτη φορά την έκφραση των χεριών του.
Μιά κρυφή κούραση
φαρδιά σαν την ελευθερία. Απεσταλμένοι
πήγαιναν κι έρχονταν, φέρνοντας δώρα και υποσχέσεις,
τάζοντας τίτλους και λάφυρα ανώτερα. Αυτός, αμετάπειστος,
παρατηρούσε ένα καβούρι ν΄ ανεβαίνει τρεκλίζοντας σ΄ ένα χαλίκι
αργά, καχύποπτα, κι ωστόσο επίσημα, σα ν΄ ανηφόριζε την αιωνιότητα.
Δεν ξέραν πώς η μήνις ήταν απλώς ένα πρόσχημα.
[από τη συλλογή «Μαρτυρίες Β΄» – Ποιήματα Θ΄ σ. 272]

Θα σηκωθεί, λοιπόν, μετά 18 ραψωδίες… και ολοένα τρέχοντας, θα καταλήξει στην καταστροφή και από εκεί στην αιωνιότητα, από ένα προδοτικό βέλος του θεού Απόλλωνα… που του το φύλαγε από τότε που ο ημίθεος απείλησε, κατά τον Κόϊντο τον Σμυρναίο, τον θεό τότε που αυτός προσπαθούσε να του κλείσει τον δρόμο καθώς ο Αχιλλέας θολωμένος από την οργή, κυνηγούσε λυσσασμένα γύρω απ΄το τρωικό κάστρο να ξεκάνει τον Έκτορα, κραυγάζοντας «ψυχή βαθειά»…

Ακόμη και θανάσιμα πληγωμένο, πάλι ο Κόιντος ο Σμυρναίος τον περιγράφει να συνεχίζει να τρέχει, ουρλιάζοντας εναντίον των θεών… την ώρα που σφαγιάζονταν σαν τον θάνατο ενός άγριου ζώου, στροβιλιζόμενος σαν μέσα σε μία αποκαλυπτική έκρηξη, σαν μπάλα κυλιόμενης φωτιάς που κατρακυλούσε με ιλιγγιώδη ταχύτητα, και απειλούσε να πυρπολήσει το σύμπαν στο ψυχορράγημά του… αυτή την υπεροψία και ασέβειά του, ο γιός της Θέτιδας την πλήρωσε πολύ ακριβά, αλλά το στήθος του φούσκωσε περήφανα άθικτο και απέριττο στις παρυφές των δύο κόσμων που τον έριξε η μοίρα, στον Μύθο που έδινε ταυτόχρονα μιά πένθιμη απόχρωση στο δειλινό, και στην Λογοτεχνία που αχνορόδιζε… όμως, η κατακτημένη από τότε αθανασία του, ρίχνει ένα φως στη γη και καταλήγει να γίνει η δίκαιη τιμωρία μας… η τιμωρία της μικροαστικής μας νοοτροπίας του διαρκούς εφησυχασμού…

Μας πλησιάζει ολοταχώς ένας ακούραστος δρομέας μπροστά από μια γιγάντια σκιά… είναι η νιότη παρέα με τον θάνατο… ωκύμορος… και δεν έρχεται να μας ζητήσει λογαριασμό ή να το ρίξει στη φιλοσοφική ανάλυση για το πόσο μάταια είναι όλα, αφού ο θάνατος είναι τόσο βέβαιος που βυθίζει τα πάντα, ανθρώπους και πράγματα…
Σκέφτηκα πως ο Αχιλλέας είχε τον λόγο του να τρέχει πίσω από την αθάνατη ζωή, να τρέχει μπροστά ακόμη κι από αυτόν τον ίδιο τον Όμηρο, για να ζήσει περισσότερο και πιό όμορφα απ΄ ό,τι στο όνειρο μιάς ζωής μέσα στην ασημαντότητα, μιάς ζωής που πεθαίνεις για πάντα και ολοκληρωτικά… ίσως από τότε είχε διακρίνει την διαφορά μεταξύ ζωής και βίου… με αυτές τις συνθήκες άρχισε να τρέχει για να ριχτεί στο γρήγορο βίο… και έστω νεκρός, αλλά παντοτινά στον ποιητικό λόγο…

Έφερα τον εαυτό μου στην θέση του… κι αναρωτήθηκα, αν προτιμούσα να σέρνομαι, να σουλατσάρω, να περιπλανιέμαι εδώ κι εκεί, να πηγαίνω σημειωτόν ή να τρέχω κι εγώ ασταμάτητα… Μα ήδη, ήμουν μακρυά του, αλλά ξανά στην αρχή και δεν αισθανόμουν κουρασμένος… το δικό μου τρέξιμο [που σε καμμιά περίπτωση δεν ήταν το τρέξιμο του Αχιλλέα], άρπαζε την ζωή, την καταβρόχθιζε, την γέμιζε, την εμψύχωνε με αίμα και φωτιά… ήμουν ζωντανός… το δικό μου τρέξιμο, όπως και του ωκύποδα, ήταν ο ίδιος ο βίος, ο αμιγής, ο απέριττος, η πεντακάθαρη κίνηση, το απόλυτα ζωντανό σώμα, που ήταν έτοιμο να τρέξει, να ορμήξει, να πηδήξει… ο σταματημός ήταν ο θάνατος, η ανάπαυση ήταν ο θάνατος… σε ευχαριστώ γι΄ αυτό που με δίδαξες πρίγκηπα της Φθίας…

Αλλά ο Αχιλλέας δεν ήταν πλασμένος μόνον από ένα στοιχειό, τον άγριο, ολέθριο θυμό του δηλαδή, που τον οδήγησε στην συνειδητά αναρχική, αντιπολεμική στάση του απέναντι στο κατεστημένο του Αγαμέμνονα και των άλλων Αχαιών… ο γυναικοκαβγάς ήταν πρόφαση… για ακούστε ένα μικρό απόσπασμα από την ραψωδία α΄ της Ιλιάδας του γερο – Όμηρου:

«…Τον δ΄ αρ΄ υπόδρα ιδών προσέφη πόδας ωκύς Αχιλλεύς
ω μοι, αναιδείην επιειμένε, κερδαλεόφρον,
πώς τις τοι πρόφρων έπεσιν πείθεται Αχαιών
ή οδόν ελθέμεναι ή ανδράσιν ίφι μάχεσθαι;
ου γαρ εγώ Τρώων ένεκ΄ ήλυθον αιχμητάων
δεύρο μαχησόμενος, επεί ου τι μοι αίτιοι εισίν
ου γαρ πω ποτ΄ εμάς βους ήλασαν ουδέ μεν ίππους
ουδέ ποτ΄ εν Φθίη εριβώλακι βωτιανείρη
καρπόν εδηλήσαντ΄, επεί η μάλα πολλά μεταξύ
ουρέά τε σκιόεντα θάλασσά τε ηχήεσσα,
αλλά σοι, ω μεγ΄ αναιδές, αμ εσπόμεθ΄, όφρα συ χαίρης
τιμήν αρνύμενοι Μενελάω σοί τε, κυνώπα,
προς Τρώων, των ου τι μετατρέπη ουδ΄ αλεγίζεις…» [Ιλ. α΄ 148-160]

Δηλαδή:

«…Λοξά ο Αχιλλέας τον κοίταξε μιλώντας, ασυναγώνιστος στο τρέξιμο
‘Ξετσίπωτε απ΄ την κορφή ως τα νύχια, υπόδουλε στο ατομικό συμφέρον,
πες μου, ποιός Αχαιός αυθόρμητα θα υπακούσει πιά στο λόγο σου,
να πάρει μέρος σε πορεία δύσκολη, να πολεμήσει τον εχθρό με θάρρος;
Γιανεσηατί κι εγώ δεν ήλθα εδώ γιά λόγου μου, τους Τρώες μαχητές
να πολεμήσω – σε τίποτα αυτοί δεν μ΄ έφταιξαν,
μήτε τα βόδια μου άρπαξαν μήτε και τ΄ άλογά μου,
ούτε στη Φθία – γόνιμη γη που συντηρεί τον κόσμο –
ρήμαξαν τα σπαρτά της, αφού, το ξέρουμε, μεσολαβούν
βουνά ισκιωμένα, θάλασσα που ποτέ δεν ησυχάζει.
Αλλά για σένα, κάθαρμα, πήραμε το κατόπιν σου, για το δικό σου
το χατίρι σηκώσαμε του Μενελάου το χουνέρι, σκύλε,
από τους Τρώες γυρεύοντας εκδίκηση…».

Κι ολόκληρη σχεδόν η α΄ ραψωδία της Ιλιάδας, και ο διάλογος με τους οξύτατους χαρακτηρισμούς μεταξύ Αχιλλέα και Αγαμέμνονα, δείχνουν το ανυπότακτο του πρώτου στην ηγεσία των Αχαιών…
Ο γυναικοκαβγάς, λοιπόν, ήταν η πρόφαση… ότι ο ανυπότακτος ήρωας απουσιάζει στις 18 από τις 24 ραψωδίες της Ιλιάδας δεν είναι καθόλου τυχαίο… μήπως, αντίθετα, είναι μιά άλλη, πρόσφορη αφορμή να αρχίσουμε να “υποψιαζόμαστε”; γιατί ένας γυναικοκαβγάς δεν ήταν ποτέ δυνατόν να χρεώσει στον ωκύποδα και ωκύμορο Αχιλλέα μιά απουσία για τόσο μεγάλο χρονικό και χωρικό διάστημα… χρόνια πολλά απραξίας πέρασαν και μιά απόσταση μεγαλύτερη από αυτήν την χαρτογραφημένη ανάμεσα στον ποταμό Σκάμανδρο ως τις Σκαιές Πύλες…

Ο γιός του Πηλέα και της Θέτιδας ήταν ολοκληρωτικά αφοσιωμένος στην φιλία του με τον Πάτροκλο και τον Αντίλοχο… έδειξε απέραντο σεβασμό στην οδυρόμενη μορφή του γερο – Πρίαμου που του σκότωσε τον μονάκριβο γιό του Έκτορα, όμως του επέστρεψε μεγαλόθυμα το άψυχο κουφάρι του, να το θάψει με τις αρμόζουσες σε πρίγκηπα τιμές στην Τροία…

Ο Αχιλλέας ήταν αυτός που αγάπησε και αγαπήθηκε από τις γυναίκες… αγάπησε και αγαπήθηκε από την Δηιδάμεια, την Πολυξένη, την Ιφιγένεια, ερωτεύθηκε παράφορα την άγρια αμαζόνα της Σκυθίας Πενθεσίλεια που όμως σκότωσε φρικτά…

Αλλά ο μ ε γ ά λ ο ς και α μ ο ι β α ί ο ς μανικός έρωτας ήταν με την Ελένη… ναι, με την πανώρια Ελένη της Σπάρτης, όπως τραγωδεί ο Ευριπίδης, καθώς χρηστομαθεί ο Πρόκλος, ομολογεί ο Ηράκλειτος [όχι ο Εφέσιος], μεταφράζει ποιητικά ο «υποψιασμένος» Γιάννης Ρίτσος, και καταγράφει ο Κόιντος ο Σμυρναίος κι άλλοι Έλληνες και Ρωμαίοι… και εύγονος καρπός αυτού του αστρικού έρωτα, δώρο της Ελένης στα βασίλεια του Άδη πλέον ή της νήσου Λευκής στον ημίθεο άνδρα της, ο πάνκαλλος γιός τους Ευφορίων, ίδιος κι απαράλλαχτος με τους πανωραίους γονείς του…

Και ο Γιάννης Ρίτσος:

Παραίνεση [απόσπασμα]

…Ετούτη τη σκηνή, να την αφήσεις τελευταία – έτσι πρέπει –
ξέρεις εσύ – ο χορός των νέων. – γιατί αύριο ξημερώνει
η μεγάλη γιορτή των νεκρών – εχθρών και φίλων. Και ξανά το ταξίδι
μ ε τ η ν Ε λ έ ν η σκεπασμένη ολόκληρη στ΄ ασημένια της πέπλα.

Καρλόβασι 24. VI . 69
[από την ποιητική συλλογή “Επαναλήψεις” Γ΄ -Ποιήματα Ι΄, σ. 97]

Ο Αχιλλέας διασχίζει τους αιώνες, σκοτώνει κάθε φορά στο διάβα του τον Έκτορα, γονατίζει μπροστά στο γερο – Πρίαμο, μέσα σε αυτό το ακατάπαυστο τρεχαλητό του ερωτεύεται πάλι και πάλι την Δηιδάμεια, την Πολυξένη, την Πενθεσίλεια… το πάθος του για τις γυναίκες φαίνεται περισσότερο σαν βιασμός μάλλον παρά σφιχταγκάλιασμα… κι ύστερα τον λιώνει ο έρωτας… και πάντα καταλήγει στη νήσο Λευκή στην αγκαλιά της μονάκριβης Ελένης του…

Η ποιητική μετάφραση του Γιάννη Ρίτσου:

Ο Αχιλλέας μετά θάνατον

Πολύ κουράστηκε. – τι να τις κάνει πιά τις δόξες; – φτάνει.
Καλά τους γνώρισε τους εχτρούς και τους φίλους – φίλοι τάχα –
Πίσω απ΄ τον θαυμασμό και την αγάπη, δικά τους συμφέροντα κρύβαν,
Δικά τους ύποπτα όνειρα οι παμπόνηροι, οι αθώοι.
Τώρα,
Στη νησίδα Λευκή, μονάχος επιτέλους, ήρεμος, χωρίς αξιώσεις,
Χωρίς καθήκοντα και σφιχτές πανοπλίες, χωρίς προπάντων
Την ταπεινήν υποκρισία του ηρωισμού…
… συντροφευμένος μόνον
από τις άγριες αίγες.
…καθώς προσμένει τώρα την Ε λ έ ν η – ναι, την ίδια αυτήν, που για την ομορφιά της
τη σάρκινη και ονειρική, τόσοι Αχαιοί και Τρώες [μαζί κι αυτός] αφανιστήκαν

Λέρος 19. ΙΧ. 68
[από την ποιητική συλλογή «Επαναλήψεις» Β΄ – Ποιήματα Ι΄, σ. 68]

Κάθε εποχή έχει τον δικό της ορισμό για την δόξα, για το θάρρος, τον έρωτα, την αγάπη… κάθε μιά έχει την δική της κρίση για τον θυμό και την εκδίκηση, για την αθανασία… κι ο Αχιλλέας γίνεται ξανά και ξανά πρίγκηπας, γενναίος, ευγενής και ιππότης… γενναιόδωρος και δυνατός… τρέχει βιαστικά προς το αναπόφευκτο τέλος του… Το φάντασμα του θανάτου στοιχειώνει κάθε δρασκελιά του, πεθαίνει συνεχώς κι ύστερα ξαναζεί μιά καινούργια απαρχής ζωή…

Ο γιός του Πηλέα και της Νηρηίδας Θέτιδας, είχε μιά βιαιότητα μα και μιά μεγαλοψυχία που ήταν γνήσιες, ίδια όπως ήταν και η θλίψη του, αλλά και η χαρά του…
Σε όλη την σύντομη ζωή του τον διέκρινε μιά αυθεντική αρχοντιά και ταυτόχρονα μιά περιφρόνηση για κάθε τι χυδαίο, επιτηδευμένο, υποκριτικό, μικρόψυχο, μικροπρεπές… ηταν πλημμυρισμένος από ένα φλογερό πόθο, μιά λύσσα, μια δυνατή ικεσία – κραυγή προς τον ουρανό να ζήσει… μα δεν τον άκουσε κανείς, κι η ηχώ αυτής της κραυγής ολοένα τρεμόσβυνε…
Ο λόγος του ήταν πάντα όμορφος, όπως και ο ήλιος είναι πάντα τέλειος, όπως και η βαθιά νύχτα όταν είναι ξεχειλισμένη από αστέρια…

Δίπλα του, αλλά πάντα αγκομαχώντας, είναι πιθανόν να μάθαμε τι είναι ο έρωτας, τι σήμαινε να είσαι μεθυσμένος από οργή ή πόνο, να αντίκρυσες μιά γαλήνια έναστρη νύχτα… αλλά μέχρις εκεί… δεν σου επέτρεπε να προχωρήσεις παρακάτω… τα υπόλοιπα τα κρατούσε μονάκριβο φυλαχτό για εκείνον…

Και να μην ξεχνάμε ποτέ τούτο: ο Αχιλλέας πέρασε την ωκύμορη αλλά και ανυπότακτη ζωή του μέσα στην Ιλιάδα, δηλαδή στο ποίημα του κόσμου που μόλις τότε άρχιζε να ροδοδακτυλά… τότε, στο ξεκίνημα της Ιστορίας… και ήταν δίπλα στον γερο – Όμηρο προσπαθώντας να συλλαβίσει μαζί του στην ιωνική γλώσσα, τα συναισθήματα που εναπόθετε η γλώσσα αυτή, αλλά και το έπος αυτού του νιόφερτου και άγνωστου κόσμου… και του μύθου του… μύθος που ήταν πλήρης θνητών, ημίθεων ηρώων αλλά και θεών… ακούγεται πως, κάποιοι ναυτικοί διέκριναν την σιλουέτα του στην άκρη του Σίγειου ακρωτηρίου που, όπως λένε, βρίσκεται ο τάφος του… τον είδαν να χορεύει, οπλισμένος πάλι, να τραγουδά τον παιάνα, ένα με τον ήλιο… από τότε κρατά στα χέρια του μιά λύρα και απαγγέλλει ομηρικούς στίχους… και τούτος ο γλυκύς ήχος, κι αυτή η φωνή δεν σβήνουν ούτε μετά και από είκοσι οκτώ αιώνες… η φωνή του αν και δυνατή, σε κάποιες εποχές από κάποιους, πιθανόν να ακουγόταν και παράφωνη… και προσπάθησαν να του αφαιρέσουν την πανοπλία του, τα κοφτερά όπλα του – σπαθί και δόρυ -, η ασπίδα του επιδιώχθηκε να γίνει αντικείμενο πώλησης σε παλαιοπωλεία… πόσο μάταη η μικροαστική τους αυτή ιδιοτέλεια…

Και περιμένω κι εγώ υπομονετικά να πάω εκεί στον τάφο του, να ξεκουραστώ και να ονειροπολήσω… να δω το πρόσωπό του, να του μιλήσω… να ακούσω και να μάθω από πρώτο χέρι, τι έγινε τότε στις πεδιάδες της Τροίας και στις όχθες του Σκάμανδρου ποταμού, τι έγινε έξω και μέσα από τις Σκαιές Πύλες… γιατί είναι δύσκολο: οι ομηρικοί ήρωες δεν κατέληξαν ούτε σε μνημεία ούτε σε ιδέες… με ελάχιστες, ίσως, εξαιρέσεις, όπως ο Αχιλλέας…

Και καταλήγω πάλι με τον Γιάννη Ρίτσο:

Μετά την Τροία

Κλειστές οι πόρτες πιά στη γενναιοδωρία των άστρων.
Τα παιδιά έχουν μεγαλώσει. Οι άλλοι έχουν φύγει.
Στο μικρό υπνοδωμάτιο μιά κούκλα σπασμένη.
Το ξύλινο αλογάκι του Νεοπτόλεμου έχει μείνει
στο σκοτεινό διάδρομο με τ΄ άσπρα και μαύρα πλα-
κάκια. Κανένας.
Δεν το καβαλικεύει πιά. Και τ΄ άλλο, το μεγάλο, το
κούφιο,
το κατοικούν κατσαρίδες κι αράχνες. δεν ξεγελάει
ούτε εχθρούς ούτε φίλους. Οι αλλοτινές σημαίες στο
μπαούλο
μαζί με τ΄ αποκριάτικά ρούχα, χωρίς ναφθαλίνη.
θα τα ΄ χει φάει ο σκόρος. Τι ωραία που το ΄ πε
εκείνος ο τρελός φιλόσοφος μιάν άγρια νύχτα
«ανέβασα τη στάχτη μου στο βουνό» και σώπασε για
πάντα.

Καρλόβασι 12. VII. 87

[από την ποιητική συλλογή «Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα»]

«Ψυχή βαθειά» σύντροφε, ωκύποδα και ωκύμορε… !!!

1 Μάη 2014
Δημήτρης Χίου – κάτοικος πλανήτη Ουτοπία

Τα ομηρικά έπη στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου – «Η απόγνωση της Πηνελόπης» από την ποιητική συλλογή Επαναλήψεις Β΄ – Του Δημήτρη Χίου

ritsos-pinelopi
21 Μαρτίου: Παγκόσμια ημέρα της ποίησης και την τιμώ [μέσω του Ομήρου] με μικρή αναφορά στον ποιητή της Ρωμιοσύνης, Γιάννη Ρίτσο…Γιάννη Ρίτσου, «Η απόγνωση της Πηνελόπης»
[ από την ποιητική συλλογή «Επαναλήψεις Β ΄»]

Α] Όπως προσημειώθηκε στο εισαγωγικό μου σημείωμα, ως προκαταβολή άκρως συνοπτική, με τίτλο «Τα ομηρικά έπη στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου», [18/2/2014]: «Σε ολόκληρη την ροή και της Ιλιάδας και της Οδύσσειας, διαπλέκονται, αλληλοσυμπληρώνονται, κάποτε το ένα υποχωρεί έναντι της κυρίαρχης εμφάνισης του άλλου, κάποιες φορές αλληλοαναιρούνται ακυρώνοντας το ένα το άλλο, τρία κύρια μεγαθέματα και πολλά μικροθέματα και υποθέματα. Τα μεγαθέματα είναι “ο πόλεμος”, “η ομιλία” και “ο νόστος”, που εμφανίζονται, με ιδεολογικές όμως αποκλίσεις, και στα δύο έπη. Τα μικροθέματα και υποθέματα είναι πάρα πολλά στον αριθμό, έλκουν την γέννηση και την κάθε φορά εμφάνισή τους από τα μεγαθέματα, και εμφανίζονται σε κάθε σχεδόν πρότυπη στιγμή των ηρωικών και τραγικών συνάμα, επικών διηγήσεων…”.
Στην μεταπολεμική Οδύσσεια το μεγάθεμα του “πολέμου”, σε αντίθεση με την Ιλιάδα, υποχωρεί χωρίς όμως και να αναιρείται, εμφανιζόμενο είτε ως μετατρωικές – μεταπολεμικές περιπλανήσεις του Οδυσσέα [βλ. “Μεγάλοι Απόλογοι”], είτε, συντηρώντας τον πυρήνα του, δηλαδή τον φόνο, με κύρια παραλλαγή του, όχι όμως μοναδική, την μνηστηροφονία [που μας ενδιαφέρει όμως εδώ].
Εδώ, πλέον, ως κύρια μεγαθέματα εμφανίζονται ο “νόστος” και η “ομιλία” [συζυγική – παρασυζυγική – εταιρική]. Ο νόστος επικρατεί και κυριαρχεί σε ολόκληρο το έπος, δεν θα μας απασχολήσει όμως σε αυτό το σημείωμα, αφού εδώ ο νόστος θεωρείται ήδη συντελεσμένος. Η “ομιλία”, με κορυφαία αυτήν που εμφανίζεται και προς το τέλος του έπους [πρώτιστα σε τρεις ραψωδίες – 17η (ρ΄), 19η (τ΄), 23η (ψ΄)] είναι η συζυγική ομιλία Οδυσσέα – Πηνελόπης, την οποία και θα προσπαθήσω να προσεγγίσω εδώ πολύ συμπιεσμένα και με γενικές αναφορές, και στην συνέχεια την ενδογλωσσική ποιητική της “μετάφραση” από τον Γιάννη Ρίτσο στην “Απόγνωση της Πηνελόπης”…

Β] Η ομηρική “σκηνοθεσία” της συζυγικής ομιλίας Οδυσσέα – Πηνελόπης και ο τελικός αναγνωρισμός του πρώτου, συντελείται σε τρία κλιμακούμενα επίπεδα:

1] Το “σκηνικό” ανοίγει στην 17η (ρ΄) ραψωδία: ο Οδυσσέας, φορώντας το “προσωπείο” του ρακένδυτου επαίτη, αφού ήδη έχει γίνει ο αναγνωρισμός του από τον Τηλέμαχο, οδηγείται από τον έμπιστο χοιροβοσκό Εύμαιο στο παλάτι του. Εδώ ο ήρωας ζητιανεύει λίγο φαγητό, έρχεται σε σύγκρουση, λεκτική και σωματική με τον εκ των μνηστήρων Αντίνοο… Ακολουθεί και αρχίζει το πρώτο επίπεδο της συζυγικής ομιλίας… [στ. 505-588]: η Πηνελόπη παρακολουθεί τα δρώμενα από τον γυναικωνίτη και προστάζει τον Εύμαιο να έλθει στα δώματά της τον οποίο και ρωτάει για τον ξένο. Αφού ακούσει τα επαινετικά γι΄ αυτόν σχόλια του χοιροβοσκού, τον διατάζει να οδηγήσει τον ξένο ενώπιόν της. Ο Οδυσσέας όμως δεν συμφωνεί με την ώρα της πρόσκλησης και αντιτείνει συνάντηση για το βράδυ, αφού θα έχουν αποχωρήσει οι μνηστήρες από το παλάτι, και ταυτόχρονα ορίζεται και ο χώρος, πλάι στην εστία του παλατιού [“παραί πυρί”]. Η Πηνελόπη βρίσκει φρόνιμη την αντιπρόταση του ξένου τον οποίο μάλιστα και θεωρεί “πολύπλαγκτον” [στ. 511] και “ουκ άφρονα” [στ. 586]. Προσωρινά, η ομιλία αστοχεί, έστω κι αν έχει αρχίσει ως “διάλογος” μέσω και διά του Εύμαιου…

2] Δεύτερο επίπεδο του ομηρικού “σκηνικού” η 19η [τ΄] ραψωδία: η ραψωδία αυτή που επιγράφηκε από τους αλεξανδρινούς γραμματικούς “Οδυσσέως και Πηνελόπης ομιλία – Τα νίπτρα”, θεωρείται από πολλούς ομηριστές σκανδαλώδης ως προς το προσδόκιμό της. Όμως, μελετώντας βαθύτερα την επική διήγηση σε αυτό το σημείο της, αντιλαμβάνομαι ότι αντισταθμιστικά προς αυτήν την θεώρηση, μας προσφέρονται ως αντίδωρα πρώτα η περαιτέρω αναστολή της “αναγνώρισης” και συνεπώς η περαιτέρω εξέλιξη του ομηρικού σενάριου και σκηνοθεσίας και δεύτερον, μιά πρώτη σημαντική “υποψία” στην οποία θα αναφερθώ παρακάτω…
Ας έλθουμε όμως στην αφήγηση: όπως είδαμε στην ρ΄ ραψωδία, ο χρόνος και ο χώρος της ομιλίας ήδη προκαθορίστηκε πλάι στην εστία του παλατιού [“παραί πυρί”] που φωτίζεται με φωτιά στους πυρσούς, και την Πηνελόπη να κάθεται στον τεχνουργημένο θρόνο της, ενώ στον ξένο προσφέρεται ένας άνετος δίφρος. Εδώ οι δύο ομιλητές αντικρίζονται για πρώτη φορά μέσα στο έπος και αρχίζει η πρώτη βαθμίδα της άμεσης πλέον συζυγικής ομιλίας [στ. 103 – 360]. Οδυσσέας και Πηνελόπη διαλέγονται με αμοιβαίες διηγήσεις [γνήσιες ή αμφίβολες στην περίπτωση της βασίλισσας, πλαστές αλλά αληθοφανείς στην περίπτωση του ξένου επαίτη]. Αν και ο αναμενόμενος άμεσος αναγνωρισμός προσωρινά αναστέλλεται, η πλοκή και η σκηνοθεσία της αφήγησης ευνοούν την υπόνοια ότι, παρά ταύτα, η Πηνελόπη έχει αναγνωρίσει τον Οδυσσέα. Όμως ο ποιητής του έπους για αφηγηματικούς λόγους απωθεί αυτό το ενδεχόμενο από το μυαλό της βασίλισσας η οποία δεν το ομολογεί. Μιά τέτοια τολμηρή υπόθεση δεν αντιβαίνει στην αφηγηματική τακτική της Οδύσσειας, όπου συχνά κάποια “σημεία” ταλαντεύονται ανάμεσα στο βέβαιο και στο αβέβαιο, στο πραγματικό και στο υποθετικό. Ας συγκρατήσουμε όμως αυτή την υπόνοια, γιατί προκύπτουν κι άλλες ενδείξεις για αυτήν την εκδοχή…

Ακολουθεί το συγκλονιστικό επεισόδιο των “Νίπτρων” [στ. 361 – 507] στο οποίο η πιστή γερόντισσα υπηρέτρια και τροφός του Οδυσσέα Ευρύκλεια, καλείται να πλύνει τα πόδια του ξένου διαδεχόμενη στην ομιλία την Πηνελόπη. Καθώς διαλέγεται με τον ξένο αναγνωρίζει στο προσωπείο του τον ίδιο τον Οδυσσέα, από την ομοιότητα στην σωματική διάπλαση, στην φωνή και κυρίως από την ουλή που έχει στο πόδι του. Ουλή η οποία προήλθε από το δάγκωμα ενός λευκοδόντη κάπρου όταν ο νεαρός Οδυσσέας είχε πάει για κυνήγι με τον παππού του, περιστατικό που περιγράφεται με λεπτομερή αφηγηματικό τρόπο στο παρένθετο επεισόδιο με τον Αυτόλυκο [στ. 394 – 466]. Αμέσως η Ευρύκλεια στρέφεται προς την Πηνελόπη και της κάνει νόημα, όμως εκείνη, στη κρισιμότερη στιγμή των “Νίπτρων” έχει πέσει σε λήθαργο, μετά από την θαυματουργή και απροσδόκητη επέμβαση της θεάς Αθηνάς η οποία της θόλωσε το μυαλό [στ. 476 – 479].
Η ομηρική αφήγηση συνεχιζεται σε αυτήν την ραψωδία με την δεύτερη βαθμίδα και τον επίλογο της άμεσης συζυγικής ομιλίας [στ. 508 – 604].
Κατά την διάρκεια της ομιλίας γεννιέται μία σημαντική “υποψία” στην οποία προαναφέρθηκα [στ. 524 – 534]. Είναι γενικά παραδεκτή και ακλόνητη η θέση ότι η Πηνελόπη παρέμεινε επί είκοσι χρόνια πιστή στον Οδυσσέα…σε πολλά σημεία της Οδύσσειας την συνοδεύει το επίθετο “περίφρων” που σημαίνει φρόνιμη και σεμνή. Όμως, στους παραπάνω ένδεκα στίχους ακούμε την ίδια την βασίλισσα να λέει σε τόνο εκμυστηρευτικό στον ξένο:

“…ως και εμοί δίχα θυμός ορώρεται ένθα και ένθα, / ηέ μένω παρά παιδί και έμπεδα πάντα φυλάσσω, / ή ήδη αμ΄ έπωμαι Αχαιών ος τις άριστος…”,

δηλαδή,

“… έτσι και η καρδιά μου διχάζεται από εδώ κι από εκεί / ή να μείνω με το παιδί και σταθερά τα πάντα να φυλάξω / ή ν΄ ακολουθήσω τον πιό άριστο από τους Αχαιούς…”.

Η φράση “δίχα θυμός ορώρεται” και τα δύο διαζευκτικά “ηέ” και “ή”, μήπως υποκρύπτουν μία λανθάνουσα [;] έλξη προς τους μνηστήρες η οποία και πιθανόν να υπονοεί κάποιες “υποχωρήσεις” της Πηνελόπης απέναντι σε κάποιον από τους μνηστήρες που την πολιορκούσαν ερωτικά επί χρόνια; Ας μην αποπειραθούμε να το μεταφράσουμε κι ας κρατήσουμε την “υποψία”…Εξάλλου, στην συνέχεια ακολουθούν κι άλλες “υποψίες” στις οποίες και θα αναφερθώ… [υπό Γ]…
Θα αναρωτηθεί, πιθανόν, ο αναγνώστης αυτού του σημειώματος γιατί η σχετικά εκτεταμένη αναφορά στο επεισόδιο των “Νίπτρων” και στις “υποψίες” που αφορούν την συζυγική πίστη της Πηνελόπης… Μα γιατί απλούστατα, όπως θα δούμε, έχουν άμεση σχέση με την “μετάφραση” που έκανε ο Γιάννης Ρίτσος στην επική διήγηση…

3] Τρίτο, τελευταίο, κρίσιμο και κορυφαίο επίπεδο του ομηρικού “σκηνικού” η 23η [ψ΄] ραψωδία με τον τίτλο “Αναγνωρισμός υπό Πηνελόπης”… [Στις αμέσως τρεις προηγούμενες ραψωδίες [υ΄ , φ΄ , χ΄ ] περιγράφονται, τα όσα προηγήθηκαν της μνηστηροφονίας, ο αγώνας της τοξοβολίας και η μνηστηροφονία]: Το επίπεδο αυτό χωρίζεται σχηματικά σε τρεις βαθμίδες και κάποιες παρένθετες σκηνοθετικά υποβαθμίδες.

Η πρώτη βαθμίδα [στ. 1 – 151] χωρίζεται σε δύο μέρη, και στο πρώτο [στ. 1 – 84] παρακολουθούμε την υπηρέτρια Ευρύκλεια γελώντας δυνατά [“καγχαλόωσα”], να ανεβαίνει στα δώματα της Πηνελόπης την οποία βρίσκει να κοιμάται, την ξυπνάει, η Πηνελόπη καταρχήν αντιδρά γι΄ αυτό διαμαρτυρόμενη γιατί η υπηρέτρια την ξύπνησε από τον γλυκύτερο ύπνο της ζωής της [“…και εξ ύπνου μ΄ ανεγείρεις ηδέος …ου γαρ πω τοιόνδε κατέδραθον…”] και ακολουθεί η αναγγελία από την υπηρέτρια της διπλής χαρούμενης είδησης, δηλαδή την επιστροφή του Οδυσσέα και την μνηστηροφονία… Ακολουθεί διάλογος Ευρύκλειας – Πηνελόπης όπου η μεν πρώτη περιγράφει συνοπτικά αλλά μεγαλοπρεπώς την εικονογράφηση της μνηστηροφονίας με τον τιμωρό Οδυσσέα ανάμεσα στα πτώματα των μνηστήρων. Η βασίλισσα αμφιταλαντεύεται… χαίρεται, αμφιβάλλει, αλλά τελικά υπό την φορτική επιμονή της υπηρέτριας, αποφασίζει να κατέβει από το υπερώο της…

Στο δεύτερο [στ. 85 – 151] ο Όμηρος μας εισάγει στον καθαυτό αναγνωρισμό των συζύγων, προπεριγράφοντας τις διαζευκτικές ταλαντεύσεις της καρδιάς της Πηνελόπης [“…πολλά δε οι κηρ / όρμαιν΄, ή απαύνεθε φίλον πόσιν εξερεείνοι, / ή παρστάσα κύσειε κάρη και χείρε λαβούσα…” δηλαδή, “…πολλά η καρδιά σκεφτόταν, ή από μακρυά να ρωτήσει τον άνδρα ή από κοντά πιάνοντάς του τα χέρια να τον φιλήσει στο κεφάλι…” – στ. 85 – 87] αλλά στην συνέχεια, αποτυπώνει την δραματική ένταση του πρώτου αμοιβαία άφωνου αντικρισμού των συζύγων, κεντρώνοντας όμως κυρίως στην άφωνη Πηνελόπη:

“…έζετ΄ έπειτ΄ Οδυσήος εναντίη, εν πυρός αυγή, / τοίχου του ετέρου, ο δ΄ άρα προς κίονα μακρήν / ήστο κάτω ορόων… / η δ΄ άνεω δην ήστο, τάφος δε οι ήτορ ίκανεν, / όψει δ΄ άλλοτε μεν μιν ενωπαδίως εσίδεσκεν, / άλλοτε δ΄ αγνώσασκε κακά χροϊ είματ΄ έχοντα…”,

δηλαδή,

“…κάθισ΄ έπειτα στον Οδυσσέα αγνάντια στην ανταύγεια της φωτιάς από τον άλλο τοίχο, εκείνος καθόταν σκυφτός…εκείνη έμεινε σιωπηλή για πολλή ώρα, και όταν καταπρόσωπα τον θωρούσε θάμπωνε η καρδιά της, μα όταν κοίταζε τα άθλια ρούχα που φορούσε της ήταν ένας άγνωστος…” – στ. 89 – 95]….

Η συνέχεια της ομηρικής αφήγησης μέχρι τον στ. 151 αφορά λόγους που εκφέρονται μεταξύ Τηλέμαχου, Πηνελόπης και Οδυσσέα και δεν έχουν επήρεια στη ποιητική “μετάφραση” του Γιάννη Ρίτσου…

Προχωράμε στην δεύτερη βαθμίδα: [στ. 152 – 204], η οποία έχει σημασία γιά μιά «υποψία»… Ας τα πάρουμε με την σειρά: Είδαμε στην εισαγωγή της αναγνωριστικής σκηνής ότι η αμηχανία της Πηνελόπης οφειλόταν στην βρώμικη όψη και στα κουρέλια που φορούσε ο Οδυσσέας. Εδώ αίρεται το εμπόδιο αφού ο Οδυσσέας λούζεται, φορεί λαμπρή χλαμύδα και χιτώνα και η Αθηνά τον εξωραϊζει. Έτσι, αλλαγμένος, φωτεινός και ωραίος προκαλεί την γυναίκα του σε ερωτική δοκιμασία, η οποία ακόμη αντιστέκεται και αυτός ζητεί από την Ευρύκλεια να του στρώσει το κρεβάτι, για να κοιμηθεί μόνος, αφού η καρδιά της Πηνελόπης δεν έχει λυγίσει ακόμη. Διαμαρτυρόμενη αυτή, αλλά αφήνοντας κατά μέρος την συγκίνηση, προχωρά στον έσχατο δόλο της… παραγγέλλει της Ευρύκλειας να φέρει έξω από τον θάλαμο το κρεβάτι, αυτό που ο ίδιος ο Οδυσσέας κάποτε κατασκεύασε μόνος του… με ερωτηματικά «υποψίας» [στ. 184 – 188] ο Οδυσσέας διηγείται την ιστορία της «αμετακίνητης» συζυγικής κλίνης, και με τον τρόπο αυτό παρέχει το κρίσιμο σημάδι του αναγνωρισμού του [στ. 188 – 201]. Η βαθμίδα αυτή τελειώνει με τον Οδυσσέα να επαναλαμβάνει για μιά ακόμη φορά την «υποψία» του [στ. 202 – 204]…

Και η τρίτη και τελευταία βαθμίδα [στ. 205 – 343]: μετά το «σημάδι» που δίνει ο Οδυσσέας με το κρεβάτι, ακολουθεί ο εναγκαλισμός του από την Πηνελόπη, το φιλί στο κεφάλι του [στ. 205 – 208] και ακολουθεί ένα είδος αναγνωριστικού ερωτικού μονόλογου της βασίλισσας όπου η γεμάτη κατανόηση αναφορά της Πηνελόπης στην Ελένη είναι ερεθιστική [στ. 209 – 230]. Ακολουθεί ο αμοιβαίος εναγκαλισμός, ο αμοιβαίος ανακουφιστικός θρήνος και ο Οδυσσέας με την Πηνελόπη σμίγουν ερωτικά μετά από είκοσι χρόνια [στ. 229 – 300], ενώ παρεμβάλλεται η μαντεία του Τειρεσία για περαιτέρω αποδημία του Οδυσσέα [στ. 248 – 253], αλλά παρόλο που τα σώματα και των δύο χόρτασαν ερωτικά, ο ύπνος δεν έρχεται ακόμη και η μεν Πηνελόπη θυμάται όσα τράβηξε είκοσι χρόνια, ο δε Οδυσσέας συνοψίζει τις περιπέτειές του από τους Κίκονες ως την Ιθάκη… ήλθε επιτέλους ο λυσιμελής γλυκύς ύπνος [στ. 301 – 343]…
Εδώ τελειώνει η ομηρική αφήγηση…

Γ] Η φήμη της «πιστής» Πηνελόπης: είναι πολλές οι φορές που ο ποιητής της Οδύσσειας κλείνει πονηρά το μάτι στους ακροατές του, ιδίως όταν έχει δαιμονισμένα κέφια… αλλά το κλείνει σε όσους ακούν όχι μόνον τα λεγόμενα, αλλά τα παραλειπόμενα, τις «υποψίες»… Είναι γεγονός ότι η Πηνελόπη, όπως ο Οδυσσέας, διαθέτει συζυγικό πρόσωπο και συζυγικό προσωπείο…
Καταρχήν, με βάση τα προφανή δεδομένα της Οδύσσειας, δηλαδή η εκ μέρους της αναμονή επί είκοσι χρόνια του Οδυσσέα, δικαιολογεί τον συμβολικό χαρακτηρισμό…
Όμως κάτω από τα «σημεία» της απόλυτης συζυγικής πίστης της Πηνελόπης, το ίδιο το κείμενο της Οδύσσειας δεν αποκλείει παρασυζυγικές αποκλίσεις… Ήδη μερικές από τις «υποψίες» αυτές τις είδαμε ήδη…
Μερικά πρόσθετα: αντί του πολλαπλώς αναφερόμενου λογοτυπικού «περίφρων» Πηνελόπη, το αναμενόμενο επίθετο «πιστός» ακούγεται μόνο στην «Μεγάλη Νέκυια» από το στόμα του Αγαμέμνονα [ λ΄ 454 – 456]:

«άλλο δε τοι ερέω, συ δ΄ ενί φρεσί βάλλεο σήσι
κρύβδην, μηδ΄ αναφανδά, φίλην ες πατρίδα γαίαν
νήα κατισχέμεναι. Επεί ουκέτι πιστά γυναιξί»

δηλαδή,

«Έχω και κάτι άλλο να σου πω, και να το στοχαστείς καλά
Κρυφά, ποτέ στα φανερά να μην αράξεις στη γλυκιά πατρίδα
Το καράβι σου, γιατί πιστές γυναίκες δεν υπάρχουν πιά».

Άλλο στοιχείο που μας «υποψιάζει» για την απιστία της Πηνελόπης είναι ότι η σύζυγος του Οδυσσέα ανέχεται για πολλά χρόνια, μέσα στο ίδιο το παλάτι της, τους μνηστήρες. Και παραμένει αναποφάσιστη αν και πότε θα ενδώσει στις προτάσεις τους για γάμο. Οι μνηστήρες είναι ο μεγάλος πειρασμός για την Πηνελόπη.
Άλλες δύο ενδείξεις: στην 15η ραψωδία η Αθηνά επαναφέρει τον Τηλέμαχο στην Ιθάκη με το αληθοφανές ψεύδος του επικείμενου γάμου της μητέρας του με τον εκ των μνηστήρων Ευρύμαχο. Το επινοημένο από την Πηνελόπη άθλημα της τοξοθεσίας, το οποίο με κάποια πιθανότητα θα μπορούσε να αναδείξει τον δεύτερο σύζυγο…
Πρόσθετο στοιχείο «υποψιασμού» είναι η κατανόηση που δείχνει η γυναίκα του Οδυσσέα, στην 23η ραψωδία, την στιγμή της κορύφωσης του αναγνωρισμού, για την άπιστη Ελένη [ψ΄ 218 – 224]…

Δ] Ας έλθουμε όμως στο ποίημα του Γιάννη Ρίτσου:

“Η απόγνωση της Πηνελόπης

Δεν ήτανε πως δεν τον γνώρισε στο φως της παραστιάς· δεν ήταν
τα κουρέλια του επαίτη, η μεταμφίεση, – όχι· καθαρά σημάδια:
η ουλή στο γόνατό του, η ρώμη, η πονηριά στο μάτι. Τρομαγμένη, ακουμπώντας τη ράχη της στον τοίχο, μια δικαιολογία ζητούσε,
μια προθεσμία ακόμη λίγου χρόνου, να μην απαντήσει,
να μην προδοθεί. Γι’ αυτόν, λοιπόν, είχε ξοδέψει είκοσι χρόνια,
είκοσι χρόνια αναμονής και ονείρων, για τούτον τον άθλιο,
τον αιματόβρεχτο ασπρογένη; Ρίχτηκε άφωνη σε μια καρέκλα,
κοίταξε αργά τους σκοτωμένους μνηστήρες, στο πάτωμα, σα να κοιτούσε
νεκρές τις ίδιες της επιθυμίες. Και: «καλωσόρισες», του είπε,
ακούγοντας ξένη, μακρινή, τη φωνή της. Στη γωνιά, ο αργαλειός της
γέμιζε το ταβάνι με καγκελωτές σκιές· κι όσα πουλιά είχε υφάνει με κόκκινες λαμπρές κλωστές σε πράσινα φυλλώματα, αίφνης,
τούτη τη νύχτα της επιστροφής, γυρίσαν στο σταχτί και μαύρο
χαμοπετώντας στον επίπεδο ουρανό της τελευταίας της καρτερίας.

Λέρος, 21.ΙΧ.68″

Φαίνεται ότι, ο Γιάννης Ρίτσος όταν έγραφε το ποίημα, όπως και ο Όμηρος, είχε διαβολεμένα κέφια…
Ας τα πάρουμε όμως με την σειρά έχοντας σαν βάση της προσέγγισης του ποιήματος, το εισαγωγικό μου σημείωμα της 18/2/2014:
1] Γενικές και λίγες ειδικές αξιοσημείωτες παρατηρήσεις:

α] Ο Γιάννης Ρίτσος επέγραψε την ποιητική συλλογή, από όπου και το παραπάνω ποίημα ‘Επαναλήψεις”, για να μας υποδείξει ότι επαναλαμβάνει, με δικό του όμως τρόπο όπως θα δούμε, θέματα ή μοτίβα των ομηρικών επών.

β] “Η απόγνωση της Πηνελόπης” αποτελεί τυπικό παράδειγμα εν όλω μυθολογικού ποιήματος, δηλαδή ο μύθος του είναι εξ ολοκλήρου “μεταγραφή” της ανάλογης οδυσσειακής “σκηνής”, αλλά είναι άξιο παρατήρησης ότι ο Ρίτσος στο ποίημά του δείχνει σεβασμό μεν, σε δομικά στοιχεία του ομηρικού πρωτότυπου – προτύπου [αναγνωρισμός – ομιλία – μνηστηροφονία], αλλά ταυτόχρονα ανατρέπει την σκηνοθεσία του. Γράφει: “Δεν ήτανε πως δεν τον γνώρισε στο φως της παραστιάς…”. Εδώ πραγματικά υπάρχει μιά ανατροπή του αναγνωρισμού. Αν ανατρέξουμε στους σχετικούς στίχους της οδυσσειακής “σκηνής” διαπιστώνουμε ότι μέχρι την τελευταία στιγμή του αναγνωρισμού [και παρά την παρέμβαση του Τηλέμαχου] η Πηνελόπη αμφιταλαντεύεται για την ταυτότητα του επαίτη, μιάς και είναι ακόμη ντυμένος με τα βρώμικα ρούχα και έχει τα άγρια γένια του. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τον επόμενο στίχο: “…δεν ήταν
τα κουρέλια του επαίτη, η μεταμφίεση…”. Όμως η συνέχεια είναι αποκαλυπτική ως προς την ανατροπή της σκηνοθεσίας, γιατί αν διαβάσουμε τους δύο επόμενους στίχους “ανυποψίαστοι”, θα οδηγηθούμε σε λάθος παραδοχές. Γιατί η ποιητική “μεταγραφή” αναφέρεται καθαρά στο επεισόδιο των “Νίπτρων”. Συγκεκριμένα: “…όχι· καθαρά σημάδια:
η ουλή στο γόνατό του, η ρώμη, η πονηριά στο μάτι”… Όμως, όπως είδαμε στο ομηρικό κείμενο και “την ουλή στο γόνατο, και την ρώμη και την πονηριά στο μάτι” δηλαδή τα καθαρά σημάδια της ταυτότητας προσώπου και προσωπείου του Οδυσσέα τα αποκάλυψε η υπηρέτρια Ευρύκλεια, στο επεισόδιο των “Νίπτρων”. Μάλιστα, ως προς το αποφασιστικότερο σημάδι του αναγνωρισμού, την ουλή, η Ευρύκλεια μονολογικά κάνει και μακροσκελή αναφορά της αιτίας που προξενήθηκε αυτή [δάγκωμα από λευκοδόντη κάπρο, στην αναφορά του επεισόδιου με τον Αυτόλυκο].
γ] Από τα μεγαθέματα, υποθέματα ή μικροθέματα του ομηρικού έπους, στο ποίημα εμφανίζονται ο [ήδη συντελεσμένος] νόστος, η ομιλία και ο πόλεμος, με την εκδοχή της μνηστηροφονίας. Ο αναγνωρισμός του Οδυσσέα ως μικρόθεμα και η επακολουθήσασα ομιλία του με την Πηνελόπη, είναι το βασικό μοτίβο του ποιήματος. Γράφει ο Γιάννης Ρίτσος:

“Και: «καλωσόρισες», του είπε,
ακούγοντας ξένη, μακρινή, τη φωνή της.”…

Έναρξη ομιλίας, αλλά με πλήρη αντιστροφή –παραχάραξη του ομηρικού κειμένου, στο οποίο το νοούμενο “καλωσόρισες”, περιγράφεται ως ένας θερμός εναγκαλισμός, φιλιά και γόος…που οδηγούν στην συζυγική κλίνη για ερωτική σμίξη ύστερα από είκοσι χρόνια…
δ] Ως προς τον χρόνο εξέλιξης του ομηρικού μύθου τα “σήματά” του δεν αντιστρέφονται στο ποίημα. Επίσης και ως προς τον χώρο, η σκηνοθεσία παραμένει περίπου η ίδια.
ε] Το ποίημα εμφανίζεται συσταλτικά σε σχέση με την έκταση, τις εναλλαγές, τις παρένθετες διηγήσεις και αναφορές, ορισμένες επί μέρους “σκηνές”, του αντίστοιχου αναγνωρισμού της ομηρικής Οδύσσειας, στην οποία όπως είδαμε η σκηνή του αναγνωρισμού καταλαμβάνει τρεις ραψωδίες.

2] Πιό ειδικά το πρόβλημα:
Πως συμπεριφέρεται το ποίημα απέναντι στο μυθολογικό του πρωτότυπο και πρότυπο; Συμφωνεί ή διαφωνεί μαζί του, τόσο στο σύνολο, όσο και στα επιμέρους στοιχεία του;
Εμφανίζονται δύο εκδοχές:

α] Η πρώτη φανερώνει μία καταρχήν συμμόρφωση του ποιήματος, μόνον όμως ως προς τα κύρια στοιχεία το μυθολογικού του πρότυπου [αναγνωρισμός – ομιλία]. Θα μπορούσαμε να το αποκαλέσουμε “ταυτοσημία”…

β] Η δεύτερη ορίζει προκλητικά την σημασία ή ανατρέπει επί μέρους στοιχεία της μυθολογικής του εξέλιξης, με την μεταμόρφωση ή την παραμόρφωσή τους και ταυτόχρονα την δική του “σκηνοθεσία”. Είναι αυτό που αποκαλούμε “ετεροσημία”. Δύο από αυτές, ήδη τις είδαμε. Ας δούμε και κάποιες άλλες: Γράφει στο ποίημα ο Ρίτσος:

“…Γι’ αυτόν, λοιπόν, είχε ξοδέψει είκοσι χρόνια,
είκοσι χρόνια αναμονής και ονείρων, για τούτον τον άθλιο,
τον αιματόβρεχτο ασπρογένη;”…

Εδώ το ποίημα εμφανίζει την μία πλευρά των συναισθημάτων – αυτοερωτήσεων της Πηνελόπης. Γιατί, από την άλλη πλευρά, στο ομηρικό κείμενο εμφανίζεται αμφιταλάντευση της Πηνελόπης… Από την μία πλευρά περιγράφεται, ό,τι και στο ποίημα, αλλά αλλά από την άλλη, περιγράφεται ισομερώς η λαχτάρα της Πηνελόπης να ριχτεί στην αγκαλιά του Οδυσσέα…

γ] Μερικές από τις αλλάγές, τις αποκλίσεις, τις μεταμορφώσεις ή παραμορφώσεις που επιχειρούνται σε σχέση με το μυθολογικό πρότυπο είναι “λανθάνουσες”, μη διακριτές δηλαδή με γυμνό μάτι και μιά πρώτη ανάγνωση. Ωστόσο, εάν προσεγίσουμε το ποίημα “υποψιασμένοι” θα αντιληφθούμε, ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν γράφεται κάτι παντελώς αυθαίρετα, γιατί μιά τέτοια ανατρεπτική εκδοχή λανθάνει, κατά κάποιο τρόπο, και στο ομηρικό πρότυπο και αποτελεί ένα υπονοούμενό του.
Εδώ, αναφέρομαι καθαρά στις “υποψίες” και στα υπονοούμενα για την περίφημη “συζυγική πίστη” της Πηνελόπης. Για αυτό αναφέρθηκα διεξοδικά, νομίζω, στην ανάλυση του ομηρικού κειμενου και δεν χρειάζεται να επανέλθω… Θα κάνω μόνο, μιά παράθεση στο τελευταίο στίχο του ποιήματος:

“…χαμοπετώντας στον επίπεδο ουρανό της τελευταίας της καρτερίας.”.

Το υπονοούμενο της συζυγικής απιστίας είναι και εδώ φανερό…και μιά δεύτερη στο στίχο που μας “υποψιάζει” εξίσου, αν όχι περισσότερο:

“…κοίταξε αργά τους σκοτωμένους μνηστήρες, στο πάτωμα, σα να κοιτούσε
νεκρές τις ίδιες της επιθυμίες.”…

δ] Ένα ερώτημα που εύλογα τίθεται όταν εξετάζουμε αρχαιόθεμα ποιήματα, και στην συγκεκριμένη περίπτωση της Οδύσσειας, ή έστω μιά “σκηνή” από αυτήν, είναι το εξής:
– πόσοι και ποιοί ήρωες προβάλλονται εδώ ευθέως ή πλαγίως;
– ποιοί είναι πρωταγωνιστές;
– εμφανίζονται [στο προσκήνιο ή στο παρασκήνιο] δευτεραγωνιστές ή περιφερειακά πρόσωπα;
Στην “Απόγνωση της Πηνελόπης” οι δύο βασικοί πρωταγωνιστές είναι, βέβαια,
-ο Οδυσσέας και η Πηνελόπη, και στο παρασκήνιο ανακαλύπτουμε τον Τηλέμαχο, την υπηρέτρια Ευρύκλεια,
– απουσιάζουν παντελώς βασικοί πρωταγωνιστές,
– πλήρης εξαφάνιση της αποφασιστικής παρέμβασης της θεάς Αθηνάς σε τρία τουλάχιστον, σημεία της ομηρικής αφήγησης.

Νομίζω, όμως ότι γράφτηκαν πολλά… θα μπορούσαν να γραφτούν περισσότερα, αλλά με τον Γιάννη Ρίτσο ειδικά όταν είναι διαβολεμένα κεφάτος, που συνήθως έτσι συμβαίνει, δεν υπάρχει αρχή και τέλος…

Αθήνα 19-21 Μαρτίου 2014
Δημήτρης Χίου

@Ανδρέας Καπανδρέου : Ο «Αποχαιρετισμός» του Γιάννη Ρίτσου στον Γρηγόρη Αυξεντίου

@Ανδρέας Καπανδρέου : Ο «Αποχαιρετισμός» του Γιάννη Ρίτσου στον Γρηγόρη Αυξεντίου (Click ΕΔΩ για να δείτε ολόκληρο το αφιέρωμα).
Στην Κύπρο μαίνεται ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας εναντίων των βρετανών με στόχο την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.
Ο εικοσιεννιάχρονος υπαρχηγός της ΕΟΚΑ Γρηγόρης Αυξεντίου μετά από προδοσία,περικυκλώνεται μέσα στο κρησφύγετο του, από βρετανούς στρατιώτες. Διατάζει τους συντρόφους του να παραδοθούν και συνεχίζει να πολεμάει μόνος του μέχρι που οι αντίπαλοί του με τη βοήθεια ελικοπτέρου τον καίνε ζωντανό.
Το γεγονός αυτό συγκλονίζει τον μεγάλο ποιητή Γιάννης Ρίτσο και γράφει ένα από τα συγκλονιστικότερα ποιήματα του με τίτλο «Αποχαιρετισμός».